Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014


Η ΔΊΝΑ μου, όπως δόθηκε στους ενοίκους της πολυκατοικίας όπου μένω-ένα ακόμα βιβλίο μέσα στ’ άλλα.
Τα δύο ποιηματάκια στην αρχή είναι η καθιερωμένη πριν από την αρχή κάθε δουλειάς μου προσφορά στην κυρία Ρωρερκάρ, όπως θυσία σ’ ένα Θεό απ’ τον πιστό του.





Λίγα για το θεατρικό «ΔΙΝΑ»
Η "Δίνα" (ή Δείνα).
Σας την είχα υποσχεθεί.
Ένα μηδενικό μιλάει και λέει "σας υπόσχομαι" σε κάποια άλλα μηδενικά.
Και πώς μπορεί να είναι μηδενικό κάτι που μιλάει ή και που ακούει; Μα ποιος μας λέει πως τα μηδενικά δεν ακούνε και δε μιλάνε και ότι αυτό ακριβώς δε σημαίνει "μηδέν";
Μα, δεν είμαστε ζωντανά όντα; Δεν υπάρχουμε; Τι είναι αυτά όλα που βλέπουμε, που ακούμε, που πιάνουμε, που ζούμε με ένα λόγο; Και ποιος είπε πως ζούμε; Ποιος μπορεί να πει ότι βλέπουμε και ότι ακούμε και λοιπά και λοιπά;
Υπάρχει η φωνή όταν δεν την ακούτε:
Υπάρχει το δέντρο που κανένας δε βλέπει;
Και τι θα πει "βλέπω";
Και τι θα πει "ακούω";
Και όταν κλείνετε τα μάτι υπάρχει ό,τι ως πριν βλέπατε;
Και όταν θα κλείσετε για πάντα τα μάτια τότε θα εξακολουθεί να
υπάρχει «ο κόσμος»;
Ναι; Και πώς το ξέρετε αφού δεν θα μπορείτε τότε να τον δείτε;
Μήπως επειδή βλέπετε να εξακολουθείτε να υπάρχετε εσείς όταν οι άλλοι πεθαίνουν-από κει το συμπεραίνετε;
Μα πεθάνανε; Είστε σίγουροι γι αυτό;
Ας μου πείτε αν μπορείτε τι θα πει ζω-τι θα πει παθαίνω.

Η Δίνα λοιπόν!

      
Ένα απλό θεατρικό εργάκι.
Που δεν έχει να πει τίποτε παραπάνου από ό,τι λέει μέσα για τη
Δίνα η Γένεση, το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης.
Πήρα τα λεγόμενα της Παλαιάς Διαθήκης λοιπόν σαν σκελετό και ανάπλασα τη Δίνα, την ιστορία της της περιόδου του επεισοδίου με τον Συχέμ και μαζί μια σελίδα από τη ζωή των εβραίων. Έκανα ό, τι κάνουν οι επιστήμονες που, βρίσκοντας ένα σκελετό, αναπαράγουν και μας δείχνουν το ζώο στο οποίο ανήκε.
Γιατί το 'κανα αυτό;
Επειδή με συνεπήρε η δίνη του γεγονότος πως έχουμε μπροστά μας ένα ιστορικό πρόσωπο που έζησε πέντε χιλιάδες χρόνια πριν από μας. Και πριν από την Παλαιά Διαθήκη δεν ξέρω παλιότερο βιβλίο ιστορικό. Πολλά μυθολογικά πρόσωπα, ιστορικά πρόσωπα όμως όχι. Και να σκεφτεί κανείς ότι οι περίφημοι έλληνες, όταν οι εβραίοι γράφανε την ιστορία τους, αυτοί τρώγανε ακόμα βαλανίδια, όπως κάνανε με τη σειρά τους οι Εγγλέζοι όταν οι έλληνες γράφανε τα δικά τους έπη και τη δική τους ιστορία.
Με μαγεύουν οι γυναίκες που ζήσανε παλιά.
Είναι πιο κοντά στο Άγνωστο από το οποίο προέρχονται και γι αυτό
είναι πιο αυθεντικές, πιο πρωτόγονες, πιο γυναίκες.
Είναι πιο κοντά σης μυθολογικές γυναικείες μορφές, όταν είναι
τόσο παλιές όπως οι γυναίκες της Παλαιάς Διαθήκης, που
βρίσκονται ακριβώς στο μεταίχμιο μυθολογίας και ιστορίας. Και αν
αστό δεν είναι συναρπαστικό τότε τι άλλο θα ήτανε;
Το ίδιο συναρπαστικές είναι και οι μυθολογικές γυναικείες μορφές, οι
τελευταίες από τις οποίες συγχέονται με τις πρώτες ιστορικές
γυναικείες μορφές όπως η Δίνα μου.
Όμοια και οι κυρίες της μυθολογίας συναρπάζουν τους ανά τον κόσμο συγγραφείς. Το βλέπουμε σε κάθε εποχή και σε κάθε σχεδόν γραφιά. Πόσοι δεν έχουν γράψει έργα με κύρια πρόσωπα τις Μήδειες, τις Αντιγόνες, τις Εκάβες, τις Ωραίες Ελένες, τις...τις...τις...,για να περιοριστούμε στην ελληνική μυθολογία μόνο...
Και καλά, οι συγγραφείς γράφουν καλά ή άσχημα έργα. Τι φταίμε όμως εμείς να υφιστάμεθα τα διάφορα "ανεβάσματα" των έργων αυτών από τους διάφορους, μεγάλους τάχα, συμπατριώτες μας σκηνοθέτες-μηδενός εξαιρουμένου; (Αντί για ανέβασμα, για κατέβασμα θα έπρεπε να μιλάμε-εκτός κι αν εννοούσαν όσοι λένε "ανέβασμα", το ανέβασμα στο ικρίωμα του εκάστοτε σκηνοθέτη.) Τι φταίμε να βλέπουμε ντυμένους με παράξενες έως αστείες στολές άντρες και γυναίκες που ουρλιάζουν πάνω στη σκηνή (δείγμα δύναμης πνευμόνων και υποκριτικής αδυναμίας),που κουνιούνται πέρα δώθε σαν εκκρεμή ζαλίζοντας μας (δείγμα της θαυμαστής ικανότητας τους να κουνιούνται άσκοπα όλοι μαζί) και που θεωρούν ότι κάνουν θέατρο μόνο και μόνο επειδή πατάνε και μιλάνε πάνω σε χώρους όπου οι έλληνες παρίσταναν τις δικές τους ερμηνείες;
Και μόνο μερικές αληθινές ιέρειες του θεάτρου μας, κατορθώνουν να
μην καταβυθιστούν, επειδή αντίθετα με ότι οι σκηνοθέτες
επιτάσσουν, αυτές, έχοντας μέσα τους την ιερή φλόγα, δίνουν κάτι
από εκείνο που αυτοί τελείως αγνοούν.
Και βλέπουμε χρόνια και χρόνια τώρα μιαν Εκάβη να μας λέει κάθε
φορά πως ο πόλεμος είναι κακό πράγμα, μια κακή Μήδεια να
σκοτώνει τα ίδια της τα παιδιά, μιαν Αντιγόνη που παρακούει κακές
εντολές.
Και εκεί τελειώνουν γι αυτούς όλα όσα έχει να πει το θέατρο.
Μα οι μυθολογικές μορφες, ω! κακέκτυπα σκηνοθετών!, δεν έχουν τη
μικρή εμβέλεια που εσείς, στενομυαλα τους δίνετε.
Πώς μπορείτε να μην αναγνωρίζετε μέσα σ' αυτές μια ζωντανή
ζωγραφιά της φύσης ολόκληρης;
Ο κόσμος ολόκληρος είναι μια αιώνια τραγωδία με την
καταστρεπτική της δύναμη πάντοτε σε ενάργεια.
Όπως στην ψυχή του πραγματικού μύστη, ας πούμε του Αισχύλου ή
του Σοφοκλή, τίποτα το ανθρωπινό δεν είναι ξένο, έτσι θα έπρεπε να
νιώθετε και σεις για να μπορέσετε να δώσετε στα έργα που
ανεβάζετε, όλες τους τις διαστάσεις.
Το βάθος της θεατρικής ηδονής συνίσταται από την επιθυμία του
ανθρώπου να αιστανθεί όλες τις χαρές και όλους τους πόνους της
ανθρωπότητας, να ομοιωθεί με τις πιο διαφορετικές υπάρξεις, να
γνωρίσει τη συγγένεια του με την παγκόσμια ψυχή.
Δείξτε μας τα πάθη να αναδύωνται από τα βάθη της βαθιάς
προϊστορίας του ανθρώπου, που θα πει από το υποσυνείδητο του!
Σκάψτε μέσα στη γυναίκα και φέρτε στο φως του θεάτρου τα
τρομερά πρωτόγονα υλικά που την αποτελούν!
Ξαναφέρτε μας στα ύψη του ιδεατού και στον χαμένο
ουρανό από την άβυσσο όπου έχουμε κατρακυλήσει!
Δείξτε μας ένα πλατύτερον ορίζοντα!
Εισβολή στη ζωή, εξέλιξη προς το ιδεατό, να η ουσία του θεάτρου
που εσείς με κάθε παράσταση σας καταπατάτε.
Αλλά ας ξαναγυρίσω στη Δίνα μου.
Την έγραψα όταν μετάφραζα τη Γένεση, για να ξεκουραστώ με κάτι
ελαφρό.
Όμως δεν είναι μόνο η Δίνα που με έθελξε όταν τη φαντάστηκα έτσι
αγνή παρθένα, πρωτόγονη, γεμάτη ζωντάνια, περηφάνια, θηλυκότητα.
Ήτανε και το γεγονός πως η σφαγή τωνΣυχεμιτών είναι η πρώτη
εχθροπραξία μεταξύ Εβραίων και Παλαιστινίων, η αρχή δηλαδή του
πολέμου που μέχρι σήμερα συγκλονίζει την οικουμένη και που στις
μέρες μας ευθύνεται για τις τρομοκρατικές ενέργειες της Αλ Καϊντα
και τις απαντήσεις των αμερικανοευρωπαίων σ'αυτές.

Είναι γνωστό αυτό που λέγεται, πως το πέταγμα μιας πεταλούδας στην Κίνα μπορεί να επηρεάσει καταστάσεις σε μια χώρα χιλιάδες μίλια μακριά.
Κάτι ανάλογο σκέφτομαι και για το θέμα της παλαιστινοεβραϊκής πεντακισχιλιοστής διαμάχης.
Βεβαίως η υπόσχεση του Θεού υπήρχε προς τους εβραίους: να τους δώσει τη γη Χαναάν. Όμως αν δε βρισκότανε η Δίνα που, είτε από μόνη της είτε βαλτή από τον αδερφό της , να έθελγε τον άρχοντα της περιοχής, μήπως δεν θα είχε γίνει ότι έγινε; Μήπως η Δίνα με την ομορφιά της καθόρισε τη μορφή του κόσμου όπως αργότερα το έκανε η μύτη της Κλεοπάτρας;
Δεν θα μπορούσε ίσως-δηλαδή αν δε γίνονταν αυτή η κίνηση τότε, να ξεχνιόταν η υπόσχεση του Θεού από τους εβραίους, ή να αναβάλλονταν επ’ αόριστον η προσπάθεια της υλοποίησής της, με πολλές πιθανότητες να μη γίνει ποτέ, ή ακόμα, οι εβραίοι, κυνηγημένοι από όλους να διαλύονταν και να χάνονταν τελικά, αφήνοντάς μας μόνο το όνομά τους που να δείχνει πως κάποτε υπήρξαν κι αυτοί;
Υποθέσεις, θα μου πείτε, κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι θα γινόταν εάν…

Όπως και να ’ναι όμως, η Δίνα μου έγινε.
Δεν κάνει τίποτε άλλο, ξαναλέω, από το να λέει με μορφή θεατρική ό,τι αναφέρεται στη Γένεση, στα κεφάλαια ΧΧΧΙΙΙ18 έως ΧΧΧV.

Ένα σονετάκι

Γλυκιά γυναίκα
χάρες γεμάτη,
θεός ποιος σ’ έκα-
ν' έτσι ευωδάτη

και σου επελέκα
σάρκα δροσάτη
κι άριστα δέκα
που παίρνει μάτι;

Μ' αφού δικιά μου
Δε σ’ έχει κάνει-
Όποιος κι αν είναι-
τότε γλυκειά μου
Χάρου δρεπάνι
για μένα γίνε.






ΌΧΙ!

Όχι! όχι λόγια
φιλίας τάχα
να ’θελα τέτοια
χιλιάδες θα ’χα.

Φιλία όχι!
Όχι από σένα.
Ότι σου τέτοιο
πάει στα χαμένα.

Αγάπη θέλω!
Τ’  άλλα σου όλα
στα στέλλω πίσω
κεραυνοβόλα.

Ευχαριστώ σε
για την προσπάθεια
μα έτσι κι άλλα
μου δίνεις πάθια.

Τ’ αληθινό σου
θέλω το μίσος
παρά το γέλιο
το ψεύτικο ίσως.

 Νεκρός ,γυναίκα
θεία, μακριά σου,
παρά ζητιάνος
ψευτιάς κοντά σου.


Παρακαλώ σε 
γλυκέ μου Χάρε,
ότι από μένα
κι αν θέλεις πάρε,

μ’ αγάπης χέρι
αν δε μ' απλώσεις
ούτ’ ένα γεια σου
να μη μου δώσεις.


Αγάπη θέλω!
Αδύνατο είναι;
Καλά να είσαι
  Μα στά ίδια μείνε.










ΔΙΝΑ ή ΔΕΊΝΑ



ΣΚΗΝΉ ΠΡΏΤΗ

Μονοπάτι  έξω από την κατασκήνωση του Ιακώβ.
ΡΟΝΙ, ΔΊΝΑ, ΣΥΧΕΜ, ΑΚΟΛΟΥΘΟΊ  ΤΟΥ.

ΡΟΝΙ
Δίνα ας γυρίσουμε. Η μητέρα σου εμένα θα μαλώσει αν αργήσουμε.
ΔΊΝΑ
Έλα Ρόνι, μη  θέλεις να χαλάσεις αυτό το όμορφο περπάτημα.  Πώς μπορείς να συλλογίζεσαι  το    γυρισμό  μια τέτοιαν ώρα; Μόνο το αεράκι αυτό που κατεβαίνει απτό βουνό απέναντι και μας δροσίζει    ως  μέσα την  ψυχή     μας, αυτό και  μόνο θα ήταν αρκετό για να με κρατήσει εδώ. Μα είναι και  τα λουλούδια. Κοίτα. Κοίτα τους κρόκους! Τους αγριονάρκισσους! Τους υάκινθους! Φύγαμε από το πατρικό μας σπίτι αλλά τουλάχιστο    βρε¬θήκαμε σ’ ένα ωραίο μέρος.

ΡΟΝΙ     
Μ’ αρέσουνε και μένα όλα αυτά Δίνα. Όμως ποτέ δεν απομακρυνθή¬καμε τόσο από το σπίτι. Το ξέρεις πως ο άρχοντας περνάει απ’ αυτό το δρόμο με τ’ αμάξι του;

ΔΙΝΑ
Που να το ξέρω… Και ούτε με νοιάζει για τον άρχοντα.

ΡΟΝΙ
Κι αν  τόνε νοιάζει    αυτόν;

ΔΙΝΑ
Τί θα μας κάνει Ρόνι, θα μας φάει; Το πολύ να τον προσκυνή¬σουμε. άλλη μια μετάνοια. Τόσες έκανα για να κόψω αυτούς τους υάκινθους.

ΡΟΝΙ
Τόσο μακριά δεν πήγαμε άλλοτε Δίνα.

ΔΙΝΑ
Ούτε άλλοτε ήταν τόσο όμορφα. Κοίτα ένα χρυσοκίτρινο πουλί! Ω! Να μπορούσα να τ’ αγγίσω! Να το κλείσω στα χέρια μου! Να το χαϊδέψω, να το φιλήσω…
(πλησιάζει το πουλί, αυτό φεύγει.)
Γιατί φοβούνται τα πουλιά Ρόνι;
(βλέπει τη Ρόνι που είναι σκεπτική)
έλα Ρόνι, Χάρου και συ μαζί μου. Αν όλα τ’ άλλα δεν μπορούν να σε κάνουν να ξεχάσεις το σπίτι και τη μητέρα μου, τουλάχιστον αυτό σκέψου: Είμαστε σ’ ένα μέρος που πρώτη φορά το βλέπουμε. Μια καινούργια πόλη. Ποιός ξέρει πόσα ωραία πράγματα θα ’χει μέσα της… Ας τη δούμε κι ας είναι από μακριά. Δε θα ‘θελες να δεις κι άλλη μια πόλη εκτός απ’ τή Χαρράν;

ΡΟΝΙ
θέλω. Μα βλέπεις  εκείνο το δέντρο  εκεί  πέρα; Όταν φτάσουμε
εκεί  θα γυρίσουμε. Ναι;

ΔΊΝΑ
Ω! Εσύ είσαι χειρότερη από τη μητέρα μου.

ΡΟΝΙ
Γι αυτό και μ’ έχουνε για συντροφιά σου-γιατί είμαι μεγαλύτερη και ξέρω πράγματα περισσότερα. Όλοι   με  μένα θα τα  βά¬λουνε που αργήσαμε.

ΔΙΝΑ
Κουτή! Και τι μπορεί να γίνει;
(κοιτάζει γύρω της)
Τι ομορφιά! Εκείνο το βουνό εκεί πέρα δε μοιάζει σα να το’ βαλαν εκεί οι άγγελοι του θεού του πατέρα μου, γεμάτο έτσι με δέντρα ολάνθιστα και με ό,τι αγριολούλουδο φανταστείς, μόνο και μόνο για μας;

ΡΟΝΙ
Το βουνό αυτό το λένε Εβάλ και τ’ αντικρυνό του Γε
ζερίμ.
Ακουσα τον πατέρα σου που τόλεγε όταν ερχόμασταν.

ΔΙΝΑ
Ω: Δε με νοιάζει πως το λένε, αρκεί που είναι όμορφο.

ΡΟΝΙ
Και δεν είναι μόνον ο πατέρας σου. Θα μου φωνάζουν και
τ’ αδέρφια σου.

ΔΙΝΑ
Ουφ! Άσε με πιά! Θα προχωρήσω μόνη μου…

ΡΟΝΙ
Οχι. Δε φεύγω.

ΔΙΝΑ
Τότε σταμάτα. Να, φτάνουμε στο δέντρο, θα γυρίσουμε, μην κάνεις έτσι
(τη βλέπει)
Πώς το μπορείς να πας και να κλειστείς μέσα σε μια σκοτεινή σκηνή μια λαμπρή μέρα σαν και τούτη; Όμως είσαι κουτή. Τ’ αδέρφια μου ότι και να κάνω δε θα με μα¬λώσουν. Έντεκα αγόρια θα μαλώσουνε μιαν αδερφούλα; Έτσι και με δούνε λίγο λυπημένη θα μου συχωρέσουνε την πιο μεγά¬λη μου αταξία (Σιωπή) Ξέρεις πως τον παλιό καιρό παντρεύ¬ονταν αδέρφια με αδέρφια; Ξέρεις ποιον θα ’παιρνα εγώ; Τον Συμεών.

ΡΟΝΙ
Στην Αίγυπτο και τώρα παντρεύονται αδέρφια με αδέρφια.

ΔΙΝΑ
Εσύ ποιον θα διάλεγες αν τ’ αδέρφια μου ήταν αδέρφια σου;

ΡΟΝΙ
Τον Λευί.

ΔΙΝΑ (Γελάει)
Εσύ ψηλή ψηλή κι αυτός κοντούτσικος ωραίο ζευγάρι θα κάνατε…
ΡΟΝΙ
Είναι δουλευτής. Μια μέρα θα γίνει πλούσιος σαν τον πατέρα
του. Τίποτα δε θα του λείπει.

ΔΙΝΑ
Τα πλούτη κοιτάζεις καημένη κι όχι την αγάπη;

ΡΟΝΙ
Τα πλούτη που δεν έχω. Αν είχα κι εγώ πλούσιο πατέρα, τότε
θα σκεφτόμουν κι εγώ τις αγάπες.
(Δυο άμαξες εμφανίζονται στη στροφή του δρόμου. Φοβισμένα)
Κάποιοι έρχονται Πάμε να φύγουμε!

ΔΙΝΑ Ανθρωποι
Άνθρωποι είναι. Θα περάσουνε.

ΡΌΝΙ
Μπορεί να ‘ναι ο άρχοντας. Πάμε να φύγουμε.

ΔΙΝΑ
Όποιοι και να ’ναι δεν κρύβομαι. Είμαι η κόρη του Ιακώβ. Κι έχω έντεκα αδέρφια. Κάτσε εδώ. Άρματα είναι, θα περάσουν.
(Μεριάζουν κάνοντας τόπο στις άμαξες. Οι άμαξες σταματάνε δίπλα τους. Κατεβαίνει ο Συχέμ)

ΣΤΧΕΜ
Χαιρετίζω τα όμορφα κορίτσια.

ΔΙΝΑ
Και  μεις σε χαιρετίζουμε.

ΣΥΧΞΜ (Κάνει ένα γύρο γύρω από τα κορίτσια. Στέκεται  μπροστά
στη Δίνα)
Πώς και δε σ’ έχω ξαναδεί στα μέρη μου; Ξένη είσαι;

ΔΙΝΑ
Πριν δυο φεγγάρια ήρθα εδώ με την οικογένεια μου. Αγόρασε ο πατέρας  μου γης από τον άρχοντα της χώρας και μένουμε. Ιακώβ τον λένε τον πατέρα μου.

ΣΥΧΞΜ
Κάτι άκουσα για κάτι ξένους από τον πατέρα μου. Τον έχεις
δει τον άρχοντα;

ΔΙΝΑ
Δεν έχω καμιά δουλειά εγώ με τον άρχοντα. Εγώ μένω στο σπίτι. Βγήκα με τη φίλη μου για μια βόλτα. Κι είναι η ώρα μου να γυρίσω.
(κάνει να φύγει. Ο Συχέμ της κλείνει το δρόμο).

ΣΥΧΕΜ
Αφού δεν ξέρεις τον άρχοντα δε θα ξέρεις και μένα-είμαι ο γιος του ο Συχέμ, που τ’ όνομά μου έχει η χωρά που μέσα της μέ¬νεις. Και είμαι ο πρωτότοκος, και είμαι ο κληρονόμος της χώ¬ρας τούτης μ' ότι και μ' όποιον έχει μέσα της.

ΔΙΝΑ
Δεν έτυχε να σ’ έχω ακουστά. Κι εγώ είμαι η κόρη του Ιακώβ με τα χιλιάδες ζώα και τις κατοσταριές τους δούλους. Και τώρα πρέπει να γυρίσω γιατί θα με ψάχνει.

ΣΥΧΕΜ
Τέτοια κορμοστασιά σαν της γαζέλας των βουνών και δυο τέτοια
μαύρα μάτια μεγάλα το καθένα σαν τη νύχτα και γλυκά σα
μέλι του Ελάμ, δεν έχω ξαναδεί σ’ όλη τη χώρα.

ΔΙΝΑ
Καλά τα λόγια σου, όμως με περιμένουν οι δικοί μου.

ΣΥΧΕΜ (Μη δίνοντας σημασία σ’ ότι λέει η Δίνα)
Όταν, πρωί, έρθεις εδώ, θα δεις ομίχλη να σκεπάζει τον κάμπο
πέρα πέρα.Τ’ αγριολούλουδα τότε και τα δέντρα φαντάζουν
ομορφότερα καθώς μισοκρύβονται μέσα στην πάχνη. Έτσι και συ
με το βέλο να σκεπάζει το πρόσωπό σου γίνεσαι ομορφότερη.
Βγαλ’ το. Ίσως δω κάποιαν ασχήμια πάνω του, και τότε θα σ’ αφήσω να
πας στο σπίτι σου.

ΔΙΝΑ
Το βέλο του κορίτσι από σπίτι δεν το βγάζει.

ΣΥΧΞΜ
Κορίτσι από σπίτι δεν τριγυρίζει  μονάχο του στις ερημιές.

ΡΟΝΙ (Προσκυνάει ως το χώμα)
Άρχοντά μου, χίλια να είναι τα χρόνια σου και όλους τους εχθρούς σου να νικάς. Άκου και με τη δούλη σου. Όσα είπε η κυρά μου είναι αλήθεια. Για ένα περίπατο βγήκαμε. Και μ’ έστειλαν μαζί της για να την προσέχω σα μεγαλύτερη που είμαι. Οι  ομορφιές του τόπου μάς μάγεψαν κι αργήσαμε λιγάκι. Κύριέ μου, θα με σκοτώσουνε αν πειραχτεί μια τρίχα μόνον από τα μαλλιά της. Άφησέ μας να γυρίσουμε στο σπίτι μας και ο κύριός μου θα σου στείλει δώρο πενήντα πρόβατα. Εγώ θα του το πω.

ΣΪΧΕΜ (Κάνει νόημα σε δυο άντρες που είναι στ’ αμάξια κι
αυτοί παίρνουν από μπροστά του τη Ρόνι. Στη Δίνα) Ανέβα στ’ αμάξι μου!

ΔΙΝΑ
Οχι. Κι άσε με υα φύγω γιατί έχω έντεκα αδέρφια και θα μ’ ανα-
ζητάνε.

ΣΙΧΕΜ
Ο πόθος που μου άναψες δε σβήνει ούτε με τα παρακάλια της δούλας σου ούτε με τις δικές σου απειλές. Κι αν ένας άρχοντας δεν κάνει ό,τι θέλει μέσα στη χώρα του, τότε άρχοντας δεν είναι. Έλα μαζί μου κι αύριο σε πηγαίνω όπου θέλεις.

ΔΙΝΑ
Δεν έχω μάθει να με διατάζουν. Κι ούτε είμαι δούλα σου. Δούλα είμαι στον πατέρα και στ’ αδέρφια μου. Κι ούτε που με θαμπώ¬νουν τα πλούτη. Μες στο ασήμι και στο χρυσάφι μεγάλωσα.

ΣΪΧΕΜ
Μάρτυρα το Βεδ τον ήλιο βάζω πως δε μπορώ να κάνω αλλιώς παρά να σε πάρω μαζί μου με το ζόρι. Μαρτυρά μου το θεό τον ήλιο βάζω πως και η κόρη του Φαραώ να ήσουνα η ίδια, πάλι θα σ’ έπαιρνα μαζί μου. Κι αν ήξερα ακόμα πως θα πλη¬ρώσω με τη ζωή μου την αγκαλιά σου, πάλι δα θα έκανα πίσω.
ΔΙΝΑ
Άρχοντα άσε με να φύγω.
(Ο Συχέμ την αρπάζει και τη βάζει
πάνω στο άρμα του ενώ η Δίνα προσπαθεί να του ξεφύγει)



ΣΚΗΝΉ ΔΕΎΤΕΡΗ
Σκηνή του Ιακώβ.

ΙΑΚΩΒ,ΖΒΛΦΑ,ΛΕΙΑ,ΑΡΑΧΕΜ.
ΖΕΛΦΑ
Ρώτησα μια γυναίκα της πόλης. Μου είπε πως υπάρχει στην πόλη
μια γριά που ξεγεννάει.

ΙΑΚΩΒ
Να την πάρουμε όταν έρθει η    ώρα. Η Ραχήλ    είναι αδύνατη.
Θα χρειαστεί  βοήθεια.

ΖΕΛΦΑ
Όταν    ξαναπεράσει η γυναίκα θα    της  το πω. Με το  ζόρι  την κατά-φερα να μου  μιλήσει.  Δε  στέκονται…

ΛΕΙΑ (Γνέθοντας)
Μας αποφεύγουν οι  ντόπιοι.

ΙΑΚΩΒ
Είναι  νωρίς ακόμα. πρέπει να μας μάθουν, να δουν πως είμαστε καλοί
και νοικοκυραίοι άνθρωποι κι ύστερα θα ξανοιχτούνε.

ΛΕΙΑ
Ηρθε ο Φαρέν από τα κοπάδια. Τρεις αγελάδες γεννήσανε σήμερα.
ΙΑΚΩΒ
Δοξασμένο να ‘ναι το όνομα του Κυρίου. Όλα καλά μας τα κάνει. Αν βρού¬με και νερό στα καινούργια πηγάδια, τότε θα ‘μαστε καλλίτερα.
(Στη Ζελφά)
Φώναξε μου τον Αραχέμ.
(Η Ζελφά βγαίνει).
Η Δίνα άργησε. Στείλε κάποιον να    δει.

ΙΑΚΩΒ
Μόνη της πήγε;

ΛΕΙΑ
Με  τη    Ρόνι.

ΙΑΚΩΒ   
Είναι     μεγάλη και μυαλωμένη κοπέλα. Όταν είναι  αυτή  μαζί  με
τη Δίνα μη  φοβάσαι.

ΛΕΙΑ
Είναι πολλή ώρα που φύγανε και  βγήκα έξω να δω και δεν τις
πήρε το μάτι μου.

ΙΑΚΩΒ
Ο ήλιος είναι ψηλά ακόμα.

ΛΕΙΑ
Αν αργούσε ο Ιωσήφ θα ‘χες στείλει δέκα ανθρώπους.

ΙΑΚ.ΩΒ
Ο Ιωσήφ είναι  μικρός ακόμα. Μη  με κακοπαίρνεις Λεία. Όλα τα παιδιά μου  τ’ αγαπάω.

ΛΕΙΑ
Αυτό που σου λέω εγώ.

ΙΑΚΩΒ
Καλά, θα πω του Αραχέμ να στείλει κάποιον. Ησύχασε .
(Μπαίνει ο Αραχέμ και προσκυνάει)

ΑΡΑΧΈΜ
Προσκυνώ αφέντη.

ΙΑΚΏΒ
Πώς  τα βλέπεις τα πηγάδια Αραχέμ; Θα δώσουνε νερό;

ΑΡΑΧΕΜ
Πρέπει αφέντη. Ο γείτονας στην Ανατολή    έχει τρία γεμάτα
πηγάδια. Ο βορεινός τα ίδια. Φαίνεται πως η    περιοχή έχει νερό. Κι ο γερο-Ιωβήλ αυτό λέει.

ΙΑκΩΒ
Ο Φαρέν λέει γεννήσανε τρεις αγελάδες. Τις είδες;





ΑΡΑΧ΄ΕΜ
Ναι αφέντη. Καλά είναι τα ζώα. Η μία δυσκολεύτηκε, είπαμε πως δε θα το βγάλει ζωντανό όμως τα κατάφερε.

ΙΑΚΏΒ
Ας είναι δοξασμένο το όνομα του Κυρίου. Κι ας δώσει να γεννήσει καλά και η Ραχήλ. Τράβα να ησυχάσεις Αραχέμ. Προτού, στείλε κάποιον να φέρει τη Δίνα.
ΑΡΑΧΈΜ
Πάω αφέντη. Μόνο ένα πράγμα να σου πω για να το ξέρεις. Δεν
είναι σπουδαίο, αλλά μη σου κάνει κανείς τίποτα παράπονα…

ΙΑκΩΒ
Τι;

ΑΡΑΧΕΜ
Να, αρπαχτήκανε οι προβατάδες μας με τους ντόπιους για δυό ζώα.

ΙΑΚΩΒ
Δε σας είπα να μην πιανόσαστε-να προσέχετε; Είμαστε ξένοι
Εδώ Αραχέμ!

ΑΡΑΧΕΜ
Δεν έγινε τίποτα αφεντικό. Μπροστά στους ξένους μάλωσα τους δικούς μας. Ησύχασαν τα πράγματα. Μόνο για να το ξέρεις  στο είπα. {Απέξω ακούγεται θόρυβος και κλάματα γυναικεία.)

ΛΕΊΑ
Τι να συμβαίνει; (Αφήνει το γνέσιμο και βγαίνει)

ΙΑΚΩΒ
θα τσακώθηκαν τίποτα γυναίκες. (Περιμένει να δει τι έγινε. Μπαίνει η Λεία. Από πίσω της έρχεται η Μελχά σπρώχνοντας μπροστά της τη Ρόνι, που για προστασία έχει κολλήσει πάνω της.)

ΛΕΙΑ( θρηνώντας)
Πάει  το παιδί  μου! Πάει  το κορίτσι μου! Μου  το πήρανε. Πάει το
μοναχοκόριτσό  μου!

ΙΑΚΩΒ
Τ’ είναι αυτά που λες; Τι Θα πει… Ποιός το πήρε;
(Στη Μελχά)
Τι έγινε;

ΜΕΛΧΑ
Ο γιος του Εμώρ άρπαξε τη Δίνα.

ΙΑΚΩΒ
Ο γιος του άρχοντα-ποιος; Ο Συχέμ;
(Η Μελχά κοιτάζει ερωτηματικά τη Ρόνι. Εκείνη γνέφει ναι).
Πώς έγινε; Πότε; Πες μου.

ΛΕΊΑ
Πάει το κορίτσι μου. ΤΟ ‘λεγα εγώ.
(Στη Ρόνι)
Και συ που είχες τα μυαλά σου; Ω! Δυστυχία μου!

ΙΑΚΩΒ (Βάζει τη Λεία να καθίσει)
Σώπασε να δούμε τι έγινε.
(Στη Ρόνι)
Λέγε επιτέλους κορίτσι, τί έγινε;
(Η Ρόνι κλαίγοντας πέφτει μπροστά στα πόδια του Ιακώβ. Δυνατά)
Σταμάτα τα κλάματα και μίλα.

ΡΟΝΙ
Εγώ της  έλεγα να    γυρίσουμε αφέντη. Δε  μ’ άκουγε.

ΑΡΑΧΕΜ
(Πλησιάζει,  τη Ρόνι)
Μη    φοβάσαι. Άσε     τα κλάματα    και  μίλα.  Λέγε.

ΡΌΝΙ
Εκεί που περπατούσαμε ήρθανε δύο άρματα. Στο ένα ήτανε ο Συχέμ ο άρχοντας. Κατέβηκε και μας μίλησε .Είπε της Δίνας να πάει μαζί του. Εκείνη δεν πήγαινε και την άρπαξε ο ίδιος. Την έβαλε στο άρμα του και φύγανε.

ΛΕΙΑ Κορίτσι μου!

ΙΑΚΩΒ
Δε μπορώ να το πιστέψω. Ο Εμώρ να το κάνει αυτό σε μένα;.. Ήξερε ποια είναι η Δίνα;

ΡΟΝΙ
Του το είπε. Του είπε για τ’ αδέρφια της, του είπε για σένα αφέντη, τίποτα εκείνος. Την πήρε. Του μίλησα κι εγώ αφέντη. Έπεσα στα πόδια του. Τον παρακάλεσα. Μ’ έκανε πέρα. Δε φταίω κυρά μου...της έλεγα να γυρίσουμε.., δε μ’ άκουγε. Τί να ’κανα;

ΙΑΚΩΒ (στη Ρόνι)
πήγαινε.
(Η Ρόνι οπισθοχωρεί κλαίγοντας και προσκυνώντας και βγαί¬νε ι .Η Ζελφά βγαίνει πίσω της)
Το παλιόσκυλο!

ΛΕΙΑ
Σαν τα μάτια μου    τη φύλαγα. Σα λουλουδάκι τη μεγάλωνα. Γιατί; Για να τη χαρεί ένας    αγριάνθρωπος
(Κλαίγοντας κρύβει το κεφάλι στις παλάμες της)

ΑΡΑΧΕΜ
Αφεντικό, να ετοιμάσω τους άντρες; Θα ‘χουμε φασαρίες;

ΙΑΚΩΒ
Όχι. Αυτό όχι. Πήγαινε για την ώρα Αραχέμ. Και να μην πείτε σε
κανέναν τίποτα.
(Ο Αραχέμ βγαίνει).

ΛΕΙΑ
Στείλε να το μηνύσεις στ’ αδέρφια της μήπως αυτά κάτι κάνουν. Γιατί να μ’ ακούσεις θεέ μου και να μου το δώσεις κορίτσι το παιδί αυτό; Στο ζήτησα για να μην είναι αγόρι πάλι και ζηλεύει η αδερφή μου, και συ μ’ άκουσες. Ας μη μιλούσα καθόλου. Τώρα δε θα μ’ έβρισκε τούτο το κακό.

ΙΑΚΩΒ
Δεν το ‘ξερα αυτό.
ΛΕΙΑ
Το ξέρεις τώρα. Και τι αλλάζει; Ω! Δυστυχία!

ΙΑΚΩΒ
Έτσι ήθελε ο Κύριος έτσι έγινε. Μην αμαρταίνεις. Μόνο μπορούσα πες να την είχα δώσει του Ησαύ. Για χάρη σου όμως δεν το ‘κανα -δε θα περνούσε καλά τα κορίτσι μαζί του.

ΛΕΙΑ
Θα στείλω να το μηνύσω στα παιδιά. Αυτά κάτι θα κάνουν.

ΙΑΚΩΒ
Κοίταξε πώς θα τους το πεις. Μη τους αγριέψεις. Και να μην κάνουν τίποτα αν πρώτα δε μιλήσουν μαζί μου.
(Η Λεία βγαίνει)








ΣΚΗΝΗ ΪΡΙΤΗ
Χωράφια του Ιακώβ.
ΣΥΜΕΏΝ, ΛΕΥΊ, ΡΟΥΒΊΝ, ΙΟΥΔΑΣ, ΙΣΣΆΧΑΡ,ΔΑΝ, ΖΑΒΟΥΛΏΝ, ΝΕΦΘΑΛΕΙΜ,
ΓΑΔ,ΑΣΉΡ.


ΣΥΜΕΩΝ
Τ’ ακούσατε  όλοι  αδέρφια. Ο Συχέμ ατίμασε  την αδερφή  μας. Θ’ αφήσου¬με ανεκδίκητη  την  τιμή  της; Και πώς  θ’ αντικρύσουμε αύριο  τον κόσμο που θα λέει «τι  τα ’θελε τόσα αδέρφια αφού άφησαν  το Συ¬χέμ να τους  την πάρει»
;
ΛΕΥΙ
Και τί να κάνουμε; Ο Συχέμ είναι ο άρχοντας της χώρας. Έχει
άντρες και όπλα. Εμείς τί έχουμε;

ΣΥΜΕΩΝ
Έχουμε τα σπαθιά μας. Κι  έχουμε κι  εμείς άντρες. Κι η Δίνα είναι αδερφή  μας. Μην περιμένετε απ’ τον πατέρα μας  να δράσει. Εκείνος όλα τα θέλει να γίνουν ήσυχα. Ησυχία ησυχία, να τώρα που ο Συχέμ ατίμασε την αδερφή  μας. Σα να ήτανε  μια πόρνη  της  φέρθηκε, Είμαστε όλοι αδέρφια της εδώ. Μα εμείς  οι έξη είμαστε αδέρφια της κι απ’ την  ίδια κοιλιά. Λοιπόν  τι λες αδέρφι Ρουβήν;

ΡΟΥΒΗΝ
Λέω να βρούμε ένα τρόπο να πάρουμε πίσω τη Δίνα χωρίς να χυθεί αίμα. Γιατί θα χυθεί το δικό μας αίμα.

ΣΥΜΕΩΝ
Αδερφέ μου σε σέβομαι γιατί είσαι μεγαλύτερος. Όμως να με •
συμπαθάς, κι αν μας δώσει μόνος του πίσω το κορίτσι φεύγει και η ντροπή;

ΡΟΥΒΊΝ
Είναι  πολλοί οι Συχεμίτες.

ΣΥΜΕΏΝ
Είναι  πολλοί αλλά μας ατίμασαν.

ΡΟΥΒΗΝ
Και  τι λες να κάνουμε Συμεών Ορίστε, πες μας  το σχέδιο σου.
ΣΥΜΕΏΝ
Το σχέδιο μου είναι να πάρουμε πίσω την τιμή μας. Δεν ξερω ακόμα πώς. Και σας ρωτάω: θα με βοηθήσετε σ’ αυτό το σκοπό; Είμαστε άντρες πια. Μπορούμε και πιάνουμε όπλα στα χέρια μας. Στύβουμε την πέτρα και βγάζει νερό.

ΙΟΎΔΑΣ
Όλοι θέλουμε να βοηθήσουμε. Όλοι λυπηθήκαμε και πονέσαμε για
την αδερφή μας. Πρέπει να μάθουμε σ’ αυτόν τον χυδαίο ότι μπορεί να είναι άρχοντας, μα πρέπει να μας σέβεται. Αυτό πρέπει να ‘ναι το μάθημά του. Και να ‘ναι σκληρό μάθημα.

ΣΥΜΕΏΝ
Ισσάχαρ;..

ΙΣΣΆΧΑΡ

Ότι αποφασίστε κι εγώ μαζί σας.

ΣΥΜΕΏΝ
Εσύ Ζαβουλών είσαι μικρός κι εσύ όμως θα βοηθήσεις από
Κοντά. Εσείς οι άλλοι αδέρφια τί λέτε;

ΔΑΝ
Κι αν η Δίνα δεν είναι αδερφή μας από κοιλιά, όμως σε όλους έγινε η προσβολή. Ένας άπιστος να κλέψει την αδερφή μας… την κόρη του Ιακώβ... Αδέρφια, ξέρω μια κρυψώνα δίπλα στο δρό¬μο που περνάει ο Συχέμ. Αν μ’ αφήστε, αύριο κιόλας ο Συχέμ θα ‘ναι νεκρός. Θα λουφάξω εκεί, κι όταν πλησιάσει το άρμα του, θα πεταχτώ και όπως δαγκώνει το φίδι, έτσι θα τον χτυπήσω. Και θα σπαρταράει σα σφαγμένο πρόβατο στο χώμα πάνω.

ΣΥΜΕΏΝ
Δαν αδέρφι, κράτα το θυμό σου για την ώρα που θα χρειαστεί. Αδέρφια, ακούστε με καλά. Ήρθαμε από έναν τόπο όπου ήμασταν ξέ¬νοι σ’ άλλον τόπο, όπου κι εδώ είμαστε ξένοι. Όπως ήταν κι ο πατέρας μας κι ο πάππους μας κι ο προπάππος μας. Και ξέρετε-γιατί να σας τα λέω-τη δυστυχία που τραβάει ο ξένος. Ως πότε αδέρφια; Ο θεός του πατέρα μας είπε σ’ αυτόν πως θα του δώσει αυτή τη γη δική του και στους απογόνους του, σε σας και σε μένα. Το ίδιο είπε και στον Ισαάκ, το ίδιο είπε και στον Αβραάμ. Αυτά μας λέει και μας ξαναλέει ο πατέρας μας για χρόνια τώρα. Ο θεός όμως δε θα διώξει έτσι ξαφνικά όλους τους Χαναναίους για να μας δώσει έτοιμη τη γη να την κάνουμε δική μας. Πρέπει να δουλέψουμε κι εμείς γι αυτό. Εγώ, αυτό που έγινε με τη Δίνα, το βλέπω σαν μια ευκαιρία να γίνουν αληθινά τα λόγια του θεού τώρα, από μας, για μας. Ας αρχίσουμε από τους Συχεμιτες αδέρφια, (σιωπή)

ΓΑΔ
Εγώ είμαι πρώτος γι αυτό. Όμως πρώτα θέλω να μάθω τί ακριβώς έγινε. Η Δίνα είναι αδερφή σας και την ξέρετε καλλίτερ' από εμάς -δεν μπορεί να της άρεσε ο Συχέμ;

ΣΥΜΕΩΝ
Στην αδερφή μας ν’ αρέσει ένας αλλόπιστός; Δαν αδερφέ μου ούτε
να το σκεφτείς πάλι αυτό. Ποτέ δε θα ‘κανε η Δίνα κάτι τέτοιο.

ΓΑΔ
Παίρνω πίσω το λόγο μου αδέρφι. Και ξέρω πως εσύ πονάς περισ¬σότερο απ’ όλους μας γιατί είσαι ο αγαπημένος της αδερφός. Γι αυτό δε δευτερώνω την κουβέντα μου. Είμαστε και μεις οι άλλοι μαζί σας. Όμως χρειάζεται περίσκεψη.

ΝΕΦΘΑΛΕΙΜ
Άκουσα ότι ο Συχέμ έχει κοντά του πάντοτε τρακόσους άντρες.
Και ότι μπορεί να μαζέψει τρεις χιλιάδες μέσα σε μια μέρα.

ΔΑΝ
Κι έχουνε όπλα και χάλκινα σπαθιά. Πρέπει να τους πιάσουμε
στον ύπνο. Και γρήγορα, πριν ξυπνήσουν.
ΑΣΗΡ
Αν  ζητήσουμε  να μας   βοηθήσει    κι ο  θείος  μας  ο Ησαύ;

ΣΥΜΕΩΝ
Οχι. Αυτός θα τα θέλει όλα δικά του. Θα τα καταφέρουμε μόνοι μας. Ας πάμε τώρα στην κατασκήνωση να δώσουμε θάρρος στις γυναίκες. Και κουβέντα στον πατέρα μας για τα σχέδια μας. Και να μη μάθει τίποτα ο Ιωσήφ γιατί θα το προλάβει αμέσως στον πατέρα. (Βγαίνουν όλοι ένας ένας και μένουν στο τέλος ο Συμεών με τον Λευί)

ΛΒΒΊ
Λες να ήρθε η ώρα να κάνουμε δική μας τη Χαναάν;
ΣΥΜΕΏΝ
Δεν ξέρω. Όμως αν δεν προσπαθήσουμε και  Να ήρθε θα ξαναφύγει.
(Βγαίνουν)





ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Παλάτι του 3μώρ.
ΣΥΧΕΜ, ΔΙΝΑ, ΥΠΗΡΈΤΡΙΕΣ

ΣΥΧΞΜ(Τελειώνει το ντύσιμό του. Η Δίνα στο κρεβάτι καθιστή) Πενήντα στρατιώτες είναι πάντα έτοιμοι δίπλα μου να με προστατεύουν και να με υπηρετούν. Η χώρα μου είναι πλούσια. Ότι πεις, το δίνει το χώμα της. Με τους γείτονες μου καλά τα πάω. Όλοι μέσα στη χώρα με φοβούνται και με υπολογίζουν. ‘Όλα όσα έχω θα γίνουνε δικά σου. Θα είσαι η πρώτη ανάμεσα στις γυ¬ναίκες μου. Και τ’ αδέρφια κι ο πατέρας σου θα ‘χουν ότι θέλουν. Μόνο να γίνεις γυναίκα μου. Θα στείλω τον πατέρα μου να σε ζητήσει από τον δικό σου.(Την πλησιάζει).Είσαι το ομορφότερο λουλούδι της χώρας μου. Μπροστά σου δε βάζω όλες τις παλλακί¬δες μου μαζί. Όταν γίνω άρχοντας εγώ στη θέση του πατέρα μου, εσύ θα είσαι η δεύτερη στη χώρα μετά από μένα.

ΔΙΝΑ
Αν με είχες ζητήσει από τον πατέρα μου, τότε όλα θα ήταν αλλιώς.  Τώρα είναι εχθρός σου. Εσύ τον έκανες κλέβοντάς με.

ΣΥΧΕΜ
Ο πατέρας σου δε θα πει όχι. Μου το είπε ο πατέρας μου. Τον έχει καταλάβει καλά. Φοβάται. Σ’ έκλεψα γιατί είμαι ο άρχοντας. Όποια γυναίκα θέλω, το ‘χει τιμή να ‘ρθει στο κρεβάτι μου.
(Χτυπάει ένα χάλκινο ηχείο κου βρίσκεται κρεμασμένο από το ταβάνι. Εμφανί¬ζεται ένας υπηρέτης που υποκλίνεται)
Φέρε τα φορέματα για τη βασίλισσα. Και να μου φωνάξεις τις καλλίτερες δούλες να τη ντύσουν
(ο υπηρέτης υποκλίνεται και βγαίνει)
Θα σού φέρουν τα καλλίτερα φορέματα που υπάρχουν στη χώρα, φερμένα από την Ασσυρία, από τη Χαλδαία, από την Αίγυ¬πτο. Θα διαλέξεις όποια κι όσα θέλεις. Και θα διατάζεις τις κοπέλες αυτές-είναι δούλες σου. Θα πάω να βρω τον πατέρα μου να πάει στον δικό σου.

ΔΊΝ Α
Ανάποδα το έκανες. Πρώτα ζητάνε κι ύστερα παίρνουν.

ΣΥΧΕΜ
Είμαι ο άρχοντας.

ΔΙΝΑ
Και μένα δε με ρωτάς; Δεν είπα το ναι ακόμα.

ΕΥΧΙΜ
Σου αρέσω. Κι αφού σου αρέσω θα το πεις.
(Βγαίνει)

ΔΙΝΑ (Σηκώνεται από το κρεβάτι)
Έπεσες στην παγίδα μου Συχέμ. Στην ώρα σου πέρασες από το μέρος όπου μ’ ήβρες. Και δεν μπόρεσες ν’ αντισταθείς στα κάλλη του κορμιού μου-και ποιος θ’ αντιστεκότανε σε τούτο το κορμί... Κι αν βγάλω όχι το βέλο μου μόνο, αλλά κι όλα τα ρούχα που το σκεπάζουν, ψεγάδι ουτ’ ένα δε θα βρεις στα τόξα του,. Όμως μακριά 'πο μένα ο πόθος σου Συχέμ. Αν εθνικός δεν ήσουνα κι αν άλλονε δεν αγαπούσα, τότε μπορεί και να γινόμουνα γυναίκα σου. Γιατί βλέπω πώς κάτω από την αγριάδα σου κρύβετ' ένας ανόητος που θα μπορούσα να τον κάνω ότι θέλω. Όταν το κεφάλι σου θα πέφτει κάτω από το σπαθί του αγαπημένου μου, τότε θα δούμε πόσο είσαι άρχοντας. Πήγαινε φέρνε δούλους να με υπηρετούνε. Φέρνε δούλες να με συντροφεύουνε. Ντύσε με, φκιασίδωσέ με. Μ' αν τα κρατούσα ολ’ αυτά με αντίτιμο την προδοσία της φυλής μου, άξια θα ήμουνα για την πιο μεγάλη περιφρόνηση. Όμως είμαι έξυπνη. Θα κρατήσω και τα πλούτη σου και την τιμή μου.
(Μπαίνουν οι υπηρέτριες).

Α'ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ   
Κυρά μου προσκυνώ. Εγώ και οι τρεις συντρόφισσές μου είμαστε οι δούλες σου. Μας έστειλε ο άρχοντας για να σου φέρουμε φουστάνια. Διάλεξε όποιο θέλεις κυρά μου. Μα θαρρώ θα τα κρατήσεις όλα-στην ομορφιά σου ται¬ριάζει κάθε ρούχο.

ΔΊΝΑ
Σ’ ευχαριστώ καλή μου και για τα καλά σου λόγια και για τα φορέματα. Βοήθησέ με να φορέσω αυτό.

Β ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ   
Αυτό κυρά μου είναι πράγματι ωραίο. Με σχέδια καμωμένα απ' τον καλλίτερο Φερεζαίο τεχνίτη. Κοίτα το πουλί αυτό που σκύβει για να τσιμπήσει κάτι. Δεν είναι σαν αληθινό;

Γ'ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ   
Κι όταν θα το φορέσεις κυρά, θα ‘ναι σα να βοσκάει στου στήθους σου το περιβόλι.

ΔΙΝΑ
θα βάλω κι αυτή  τη ζώνη  μαζί. Πολύ  μ’ αρέσει.

Δ΄ ΥΠΗΡΈΤΡΙΑ    ,
Και  το βέλο τούτο κυρά μαζί πάνε. Και τα σαντάλια. Πάλι  μπορείς να δοκιμάσεις και  τούτα…

ΔΊΝΑ
Θα κρατήσω ετούτο. Κι  αυτά. Μη φύγετε όμως ακόμα. Καθίστε καλές μου, θέλω συντροφιά. Μου λείπουν  οι  δικοί  μου.
Α΄ ΥΠΗΡΈΤΡΙΑ   
Κυρά μου έτσι είναι στην αρχή. Μα συνηθίζεται. Και πολύ γρηγορότερα  σαν είσαι κυρά κι  όχι δούλα.

ΔΊΝΑ
Μετά  'πο δω θέλω να βγω μαζί σας  μια βόλτα. Θέλω να μου  μά¬θετε το παλάτι, τον κήπο του και τα γύρω. Κι αν είσαστε καλές μαζί  μου  δε  θα ’χετε να φοβηθείτε  τίποτα. Ο άρχοντας θα κάνει  για σας ό, τι του πω.

Α΄ ΥΠΗΡΈΤΡΙΑ
Κυρά μου, καμιά μας δε  θα σου πει  όχι σε ότι  ζητήσεις. Μόνο πες το και  θα γίνει.





ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ
ΙΑΚΩΒ, ΛΕΥΊ, ΣΥΜΕΏΝ, ΡΟΥΒΗΝ, ΑΡΑΧΈΜ,ΕΜΏΡ.
Τόπος: σκηνή του Ιακώβ στην Κατασκήνωση.

ΙΑΚΩΒ   
Έρχεται ο Εμώρ για να με δει. Δε θα του φερθούμε άσχημα. Είμαστε ξένοι!

ΛΕΥΙ
Ο γιός του δε φέρθηκε άσχημα στην αδερφή μας;

ΙΑΚΩΒ   
Έρχεται να μας δει. Ας δούμε τι θέλει.

ΣΥΜΕΩΝ
Ο, τι και  να πει και  ό τι και  να κάνει, μπορεί  να ξεπλύνει τέτοια προσβολή;

ΙΑΚΏΒ
Λοιπόν τι; Θα πρέπει να καταστραφούμε όλοι επειδή της Δίνας της αρέσει ο περίπατος; Τί θέλετε; Να πολεμήσουμε τον Αμώρ; Δεν έχουμε τις δυνάμεις. Βέβαια θα κάνουμε τον Αμώρ να καταλά¬βει πως αυτό που έκανε ο γιος του είναι άνομο. Κι ύστερα θα τι- ανάλογα τι θα πει ο άρχοντας.

ΡΟΥΒΉΝ
Πάντοτε σέβομαι τη γνώμη του πατέρα. Και προχωρώ και δίνω κι ένα δίκιο στον Εμώρ. Είδε μπροστά του ένα όμορφο κορίτσι, άρχον¬τας είναι, το πήρε-ξέρουμε όλοι πως αυτά συνηθίζονται από τους άρχοντες. Και είμαστε άντρες και μεις και ξέρουμε τι ση¬μαίνει να σ’ αρέσει μια γυναίκα και να μη μπορείς να την έχεις. Κι έπρεπε και μεις να κρατούμε το κορίτσι στο σπίτι αν δε θέ¬λαμε να της συμβεί κάτι τέτοιο. Αυτά που λέω δε θα τα πω βέβαια μπροστά στον Αμώρ. Ούτε τον δικαιολογώ. Είναι φταίχτης απεναντί μας. Εκείνο που πρέπει νομίζω είναι, όπως λέει κι ο πατέρας, να περιμένουμε να δούμε τι θα πει ο Εμώρ-με τι διαθέσεις έρχεται και ανάλογα να πράξουμε.

ΣΥΜΕΏΝ
Με τι διαθέσεις  μπορεί  να έρχεται αδερφέ; Κι ακόμα κι αν  έπεφτε γονατιστός και ζήταγε συγνώμη , εμείς  θα τόνε συγχωρούσαμε;

ΡΟΥΒΗΝ
Όχι αδκρφέ, μα τί  να κάνουμε, πες.

ΣΥΜΕΏΝ
Δεν ξέρω, ότι μας φωτίσει ο θεός του πατέρα μας.

ΙΑΚΏΒ
Τώρα μίλησες σωστά παιδί μου. Ο θεός μου ποτέ δεν με άφησε ξεκρέμαστον. Πάντοτε με βοηθούσε στις δύσκολες ώρες. θα με βοηθή¬σει και τώρα.
ΡΟΥΒΉΝ
Πατέρα, ο θεός σου είναι και θεός μας. Κι αφού σε βοηθάει όλοι μας τον αγαπούμε. Είπες ότι σου είπε για τη Χαναάν πως θα γίνει δικιά μας. Μήπως ήρθε η ώρα πατέρα;

ΙΑΚΏΒ
Όχι παιδί μου. Όταν έρθει η ευλογημένη αυτή ώρα ο θεός θα μου το φανερώσει.
(Μπαίνει ο Αραχέμ)

ΑΡΑΧΕΜ 
Αφέντη έρχεται ο Εμώρ.
(βγαίνει)

ΙΑΚΏΒ
Καλώς να έρθει. Τον περιμένουμε. 
 (Σηκώνονται  όλοι  ορθοί ,Μπαίνει  ο Εμώρ)

ΕΜΏΡ
Ιακώβ σε χαιρετάω και σένα και  την παρέα σου.

ΙΑΚΏΒ   (υποκλινόμενος)
Κι εγώ σε χαιρετώ άρχοντα Εμώρ. Κι αυτά είναι  τρία από τα παιδιά μου.
Ο Ρουβήν, ο  Συμεών, ο Λευί.
(τα παιδιά υποκλίνονται)






ΕΜΩΡ

Εύχομαι ο θεός να δίνει σε σένα και στα παιδιά σου όλα τα καλά. Ιακώβ, έρχομαι για να αλλάξω ένα κακό σε καλό. Ο γιός μου ο Συχέμ είναι νέος. Και τα ξέρεις τα νιάτα. Βράζει το αίμα τους. Και βέβαια ξέρεις πως η κόρη σου η Δίνα είναι μαζί του. Την άρπαξε. Ξέρω πόσο λυπάσαι κι ας μη το δείχνεις. Λυπάμαι κι εγώ μαζί σου. Είμαι πατέ-ρας κι εγώ. Στενοχωριέμαι και σαν άρχοντας της χώρας και σα γείτονας σας. Θα ήθελα να είμαστε καλοί γειτόνοι κι όχι να βλέπει ο ένας τον άλλο με μισό μάτι. Και θέλω όσοι μένουνε στη χώρα μου να μη με φοβούνται ούτε να με αποφεύγουν σα να ήμουνα εχθρός τους. Γι αυτό έχω να σας πω αυτά τα λόγια. Και σας λέω από πριν πως με ότι πω συμφωνεί κι ο γιός μου ο Συ-χέμ-αυτός μ’ έστειλε. Ο γιος μου έδωσε την καρδιά του στη θυ¬γατέρα σου. Και δε θέλει να την κρατάει στο παλάτι χωρίς την έγκρισή σας. Θέλει να την παντρευτεί. Και θα την έχει πρώτη στη σειρά απ’ όλες τις γυναίκες του. Και όχι μόνον ο Συχέμ κι η  Δίνα, αλλά σου προτείνω να αρχίσουνε να συμπεθερεύουνε οι Συχεμίτες με σας. Γη πολλή έχουμε. Χωράμε κι εμείς κι εσείς κι άλλοι τόσοι. Και αν γίνει αυτό τότε θα είσαστε ισότιμοι με μας. Θα έχετε την άδεια να πηγαίνετε σε όποιο μέρος της Χαναάν θέλετε και θα εμπορεύεστε ελεύθερα. Κι αν συμφωνήσεις και δώσεις την κόρη σου στο γιό μου, για προίκα εγώ θα σου δώσω κι όσα κι ό,τι ζητήσεις. Μόνο πες το και θα γίνει. Ήρθα ο ίδιος εδώ γιατί και σένα σκέφτηκα και την ευτυχία του γιου μου. Αποφάσισε και πες μου Ιακώβ.

ΙΑΚΩΒ
Άρχοντα Εμώρ τι ν’ αποφασίσω και τι να πω. Ο γιός σου άρπαξε το κορίτσι μου. Πρόσβαλε και μένα και τη φυλή μου. Εκτιμάω που ήρ-θες εδώ εσύ ο ίδιος για να μας ζητήσεις το κορίτσι μας, όμως καλλίτερα θα ήταν αν ερχόσουν πριν ο γιός σου αρπάξει τη θυ¬γατέρα μου. Τώρα τα πράγματα δεν είναι εύκολα. Γιατί δεν είναι εσύ κι εγώ που μιλάμε. Τώρα έχουν λόγο και τα παιδιά μου. Είναι άντρες πια κι ας μιλήσουν. Κι ύστερα σου λέω κι εγώ το δικό μου λόγο.

ΡΟΥΒΗΝ
Άρχοντα, έτσι το ‘χετε σεις εδώ; Ν’ αρπάζετε τα κορίτσια του κόσμου; Θα σου πω τούτο κι ας με μαλώσει ο πατέρας μου γι αυτή μου την ασέβεια. Άλλη φορά να εξετάζει πρώτα ο γιός σου ποια είναι η κοπέλα που αρπάζει προτού την αρπάξει. Γιατί φέρθηκε στην αδερφή μας σα να ήταν πόρνη. Όσο για τώρα, δεν ξέρω τι να πω. Θέλω πρώτα να ξαστερώσει το μυαλό μου κι υστέρα θα κουβεντιάσω με τ’ αδέρφια μου και θα σου πούμε.

ΣΥΜΕΩΝ
Άρχοντα, έχουμε όλο το δίκιο. Αυτό είναι το ένα. Το άλλο είναι πως ότι έγινε δεν ξεγίνεται. Πραγματικά δε βλέπω τι άλλο εκτός από το γάμο θα μπορούσε να γίνει. Ο γάμος αυτός κι εμάς θα μας ικανοποιήσει, έστω εκ των υστέρων, και το γιό σου, αφού λες πως αγάπησε την αδερφή μας. Ένα είναι όμως το μεγάλο εμπόδιο γι αυτό το γάμο. Πως εμείς όλοι έχουμε κάνει περιτομή και σεις είσαστε απερίτμητοι. Η περιτομή είναι βασικό στοιχείο της λατρείας μας και ποτέ μέχρι τώρα δε δώσαμε δικό μας κορίτσι σε άντρα που έρχεται από απερίτμητη φυλή. Μπορούνε να ταιριάξουνε τα πράγματα αν και της δικής σου φυλής οι άντρες κά¬νουνε περιτομή. Έτσι θα δείξετε πως δεν είσαστε εχθροί μας και  τότε  δε  θα υπάρχει  εμπόδιο για  το γάμο. Αν  όμως  δεν κά¬νετε περιτομή, θα πάρουμε πίσω την αδερφή  μας  και  θα φύγουμε. Τί λέτε αδέρφια;
ΛΕΥI
Μόνο έτσι μπορούμε να δεχτούμε το γάμο.

ΙΑΚΏΒ
Σωστή κουβέντα.

ΕΜΩΡ
Είναι  σωστή η  γνώμη  σας. Και  σας ομολογώ πως  ταιριάζει και  με τη  δική  μου γνώμη. Η περιτομή  θα μας φιλιώσει και  με άλλους λαούς  που περιτέμνονται. Θα το  δεχτεί και  ο Συχέμ γιατί  αγαπάει  τη Δίνα. Σας ευχαριστώ για την καλή λύση που δώσατε στο πρόβλημα μας. Και  τώρα να φύγω.

ΙΑΚΏΒ
Άρχοντα, το ’χουμε συνήθειο να φιλεύουμε τον ξένο που μπήκε στο σπίτι   μας. Κάτσε να φάμε.

ΕΜΏΡ
θα πάω να πω τα χαρούμενα νέα στον Συχέμ. Θα φάμε και θα πιούμε όλοι  μαζί στο γάμο. Γεια σας.




ΣΚΗΝΗ ΈΚΤΗ   

Το σπίτι  ενός Συχεμίτη.

ΝΟΙΚΟΚΥΡA, Β' ΓΕΙΤOΝΙΣΣΑ, ΑΝΤΡΑΣ ΣΥΧΕΜΙΤΗΣ

ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ    (Κοπανίζοντας  στάρι  σένα γουδί)
 Και  θα την παντρευτεί;

Β' ΓΕΙΤΌΝΙΣΣΑ
θα την  παντρευτεί . Πήγε ο  ίδιος ο άρχοντας στον πατέρα της και τη ζήτησε.

ΝΟΙΚ.
Είναι άρχοντας κι αυτός;

Β'Γ.
Λένε πως έχει πολλά ζώα. Άρχοντας όμως δεν είναι.

ΝΟΙΚ.
Ακούω πως είναι άπιστοι. Δεν πιστεύουν στον Μαρντάκ. Πώς θα πάρει ο γιός του άρχοντα γυναίκα άπιστη;

Β'Γ.
Ναι. Είναι άπιστοι. Κάνουνε  θυσίες σε δικό τους, ξένο  θεό.

ΝΟΙΚ. Ποιον; 

Β'Γ.
Δεν ξέρω. Και  δεν  του φτιάχνουν αγάλματα ούτε ζωγραφιές λέει.

ΝΟΙΚ.
Τότε πού πιστεύουν; Στον αέρα; Άλλο και τούτο…

Β'Γ.
Ο θεός τους παρουσιάζεται ο ίδιος λέει μπροστά τους.

ΝΟΙΚ.
Και με τέτοιους ανθρώπους κάνει συμπεθεριό ο άρχοντας;

Β'Γ.
Μη στενοχωριέσαι συ. Για να δέχτηκε τέτοιο πράγμα ο άρχοντας θα πει πως έχει ψωμί η υπόθεση. Θα κερδίσει πολλά.

ΝΟΙΚ.
Μακάρι  γιατί κάτι  θα μείνει και  για μας.

Β'Γ.
Ο θεός να δώσει. Σήμερα λέει θα τους εμίλαγε ο άρχοντας στην πύλη. Πήγε ο άντρας σου;

ΝΟΙΚ. Πήγε.

Β'Γ.
Να δούμε τι νέα θα σου φέρει.
(Ακούγονται βήματα)

ΝΟΙΚ.
Αυτός είναι. Κατά φωνή.

Β'Γ.   (Βιαστικά)
Φεύγω φεύγω…
(Βγαίνει. Μπαίνει  ο άντρας  Συχεμίτης).

ΝΟΙΚ.
Καλώς τον. Σας μίλησε ο άρχοντας;

ΑΝΤΡΑΣ ΣΥΧΕΜΙΤΗΣ
Μας μίλησε.

ΝΟΙΚ.       
Και τί σας είπε;

Α.Σ.
Μας είπε να κάνουμε περιτομή. Να τι μας είπε. Γιατί, λέει, έτσι θα κάνουμε φίλους τους τσοπάνηδες και    θα ‘χουμε δικά μας τα πρόβατά τους.

ΝΟΙΚ.
Πώς  θα τα ’χουμε δικά μας;

Α. Σ.
Δεν είπε. θα τους σκοτώσει και θα τα πάρει. Πώς αλλιώς;  Ζωντανός άνθρωπος αφήνει να του πάρουνε τα ζώα του; Άκου  περιτομή! Σε λίγο θα μας πει και να μην έχουμε είδωλα των θεών μας. Και θα μας πει να πιστεύουμε σε ένα θεό μόνο, αρκεί να βρει κι άλλη ευκαιρία για πλιάτσικο.

ΝΟΙΚ
Άντρα μου, αν το πει, βασιλιάς είναι, τι να κάνουμε;

Α.Σ.
Μα βρε γυναίκα, βάλε λίγο το μυαλό σου να δουλέψει. Εγώ μόνος μου μπορώ να κάνω παιδιά αν δεν είχα εσένα; Πώς ένας θεός μονάχα θα μπορούσε να γεννήσει όλους τους άλλους θεούς που βλέπουμε; Τον ήλιο, τη σελήνη, τη    γη, τ’ αστέρια... Φαντάσου τον Αμσού-
μεγάλη η χάρη του-χωρίς την Τιαμά. Πώς θα μπορούσε να κάνει όλα όσα έκανε;

ΝΟΙΚ.
Δίκιο έχεις άντρα μου.

Α.Σ.
Έχω μα πού να το βρω…

ΝΟΙΚ
Και θα κάνεις περιτομή κι εσύ;

Α.Σ.   
Ξέρω κι εγώ τι θα κάνω; Πονάει κιόλας λένε. Και πρέπει για πέντε μέρες να μείνουμε στο σπίτι ,μακριά από τις δουλειές μας.

ΝΟΙΚ.
Αφού το λέει ο άρχοντας κάνε το άντρα μου, ας μη του πάμε κόντρα.

Α.Σ.
θα δω τι θα κάνω. Βάλε κάτι να φάω και να κοιμηθώ γιατί αύριο έχω χωράφι.

ΝΟΙΚ.
Αμέσως άντρα μου.
(βγαίνει)

Α.Σ.
(μόνος)
Άκου περιτομή! Αλλά και πάλι πώς να πας κόντρα στον άρχοντα; Ύστερα τόσες φυλές κάνουν περιτομή, γιατί όχι κι εμείς; Μα να την κάνουμε για το χατίρι του Συχέμ... Τέλος. Ας ξημερώσει και θα το σκεφτώ πάλι. Άκου περιτομή…






ΣΚΗΝΗ  ΕΒΔΟΜΗ
Παλάτι του Εμώρ. Κήπος.  βράδυ.
ΔΙΝΑ, ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ, ΣΥΜΕΩΝ

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Κυρά μου ένα μήνα είσαι μαζί μας κι είναι σα να σε ξέρουμε χρόνια.  Είσαι  καλή κι απλή σαν κι εμάς κι ας είσαι αρχόντισσα.

ΔΙΝΑ
Δεν είμαι ακόμα αρχόντισσα. Πρόσεξε μήπως όταν γίνει ο γάμος αλλάξω.
(Γελάει)
Όχι καλή μου. Πάντοτε θα είμαι όπως τώρα. Με τους καλούς είμαι καλή.

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Το φόρεμα του γάμου κυρά μου δε φαίνεται από τα διαμάντια και το χρυσάφι που έχει πάνω του.

ΔΙΝΑ
Ναι, μου αρέσει και μένα. Ο άρχοντας γύρισε;

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Ναι κυρά. Κουβεντιάζει με τον πατέρα του.

ΔΙΝΑ
Πήγαινε να του πεις πως είμαι εδώ και πως θ’ ανέβω σε λίγο να τον δω.

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Κυρά μου είναι βράδυ. Πώς θα κάτσεις μόνη σου στον κήπο;

ΔΙΝΑ
Δεν είμαι μικρό παιδί να φοβάμαι . Θα έρθω σε λίγο. Πήγαινε.

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Μάλιστα κυρά.
(Υποκλίνεται, βγαίνει)

ΔΙΝΑ (Πηγαίνει προς την πόρτα του κήπου. Με προφύλαξη, σιγά)
Συμεών! Συμεών!
(Εμφανίζεται πίσω από την μάντρα του κήπου ο Συμεών. Πηδάει την μάντρα και μπαίνει. Αγκαλιάζει τη Δίνα. Φιλιούνται)

ΣΥΜΕΩΝ
Ω! Πόσο μου λείπεις αγαπημένη μου…

ΔΙΝΑ    .   
Κι εσύ αγαπημένε μου μου λείπεις. Δεν μπορώ άλλο εδώ μέσα.

ΣΥΜΕΩΝ   
Κάνε κουράγιο. Σε πέντε μέρες θα κάνουν περιτομή οι Συχεμίτες. Την τρίτη μέρα μετά την περιτομή θα τελειώσουν τα βάσανα σου. Το βράδυ της ημέρας εκείνης να ’χεις κοντά σου τον Συχέμ. Έφτασε η ώρα να γίνω εγώ άρχοντας κι εσύ δίπλα μου αρχόντισσα τιμημένη. Έχεις τίποτα καινούργιο να μου πεις; Έμαθες τίποτε άλλο;

ΔΙΝΑ
Όχι κάτι συγκεκριμένο. Όμως να προσέχετε.
 Δυο φορές τις τελευταίες μέρες που μιλούσε με τον πατέρα του, όταν πλησίασα έκοψαν άξαφνα την κουβέντα τους. Να προσέχετε.

ΣΤΜΕΏΝ
Μήπως κατάλαβε τίποτα και  θέλει να μας προλάβει;

ΔΙΝΑ
Δεν ξέρω, ίσως και να μου φάνηκε. Θα σε ειδοποιήσω αν μάθω κάτι…

ΣΥΜΕΩΝ
Προσέχουμε αγαπημένη μου, προσέχουμε. Μήπως έφερε κι άλλους άντρες στο παλάτι;

ΔΙΝΑ
Οχ ι. Οι ίδιοι είναι. Εσείς είσαστε σύμφωνοι όλοι ή μήπως κανείς σου φέρνει αντιρρήσεις;

ΣΥΜΕΩΝ
Όλοι σύμφωνοι είναι. Όμως την αρχή θα την κάνω με το Λευί. Ύστερα θ’ ακολουθήσουν οι άλλοι.

ΔΙΝΑ
Με το Λευί; Ποτέ δεν τα πηγαίνατε καλά οι δυο, τώρα είναι  μαζί  σου;

ΣΥΜΕΏΝ
Είναι γιατί μυρίζεται ψητό.

ΔΙΝΑ
Κατάλαβε κανείς ότι τα είχαμε σχεδιάσει όλα;

ΣΥΜΕΏΝ
Οχ ι. Η Ρόνι με την περιγραφή της αρπαγής σου τους έχει πείσει όλους τελείως.
(Τη φιλάει)
Αγαπημένη μου να προσέχεις κι εσύ.
Δε μ’ άρεσαν αυτά που μου είπες για τον Συχέμ και τον πατέρα του.

ΔΙΝΑ   
Θα σου πω και κάτι άλλο που δε θα σου αρέσει Συμεών  αγάπη μου.

ΣΥΜΕΏΝ
Τι;

ΔΊΝΑ
Είμαι έγκυος.

ΣΥΜΕΏΝ
Απ’ αυτόν;

ΔΊΝΑ
Απ’ αυτόν.

ΣΥΜΕΏΝ
Έχω ένα φίλο στην Αίγυπτο. Θα στείλουμε εκεί το παιδί. Γνωρίζει έναν ιερέα στην Ηλιούπολη. Το ξέρει ο Συχέμ πως είσαι έγκυος;

ΔΊΝΑ
Όχι.

ΣΥΜΕΏΝ
Να του το πεις απόψε. Θα του αρέσει και θα μπορέσεις να το εκμεταλλευτείς για την υπόθεσή μας.

ΔΊΝΑ
Θα του το πω. Και πρέπει να φύγω γιατί με περιμένει
(φιλιούνται)
Γεια σου

ΣΥΜΕΏΝ
Γεια σου.









ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ

Σκηνή του Ιακώβ.
ΙΑΚΩΒ, ΑΡΑΧΕΜ, ΛΕΙΑ, ΔΑΛΛΑ,ΜΕΛΧΑ,ΡΟΥΒΙΝ, ΛΕΥΙ, ΙΟΥΔΑΣ, ΔΑΝ.

ΙΑΚΩΒ
Παιδιά μεγάλωσα εγώ ή φίδια; Ω! Πώς πονάει η πληγή  που  μου άνοιξαν.. . Άμυαλοι. Με  το μαχαίρι  νομίζουνε πως  θα λύσουνε το πρόβλημά τους. Ανόητοι. Κι  η συμφωνία που κάναμε με  τον Αμώρ; Δεν τη λογάριασαν; Και είσαι  σίγουρος πως σκότωσαν και τους αρχόντους;

ΑΡΑΧΈΜ
Ναι αφέντη. Και τον Εμώρ και τον Συχέμ και τη φρουρά τους. Κι όλους τους άντρες της πόλης.

ΙΑΚΩΒ
Ω! Συφορά! Και  δεν  τους  έφτανε αυτό  μα λεηλάτησαν και  τα σπίτια τους…

ΑΡΑΧΕΜ
Και πήραν τις γυναίκες τους και τα ζωντανά τους κι ότι πολύτιμο είχαν στα σπίτια τους οι ανθρώποι.

ΙΑΚΩΒ
Καλά , εγώ είμαι γέρος, εμένα με κορόιδεψαν. Εσύ δεν κατάλαβες τίποτα;

ΑΡΑΧΈΜ
Ούτε εγώ ούτε κανένας από τους άντρες μου αφέντη. Κρυφό το κράτησαν από όλους τα παιδιά σου.

ΙΑΚΏΒ
Πού  είναι   τώρα;

ΑΡΑΧΕΜ
Ο Συμεών έμεινε εκεί, οι άλλοι κάπου εδώ. Τριγυρίζουν.

ΙΑΚΩΒ
Τι άλλο έχει στο μυαλό του ο Συμεών άραγε; Και τι σχεδία έχουν κι οι άλλοι; Φώναξε μου όποιον βρεις από δαύτους! Αμέσως. Τώρα!

(ο Αραχέμ βγαίνει.  Ο Ιακώβ δυνατά)

Λεία! Δάλλα! Μελχά!

(Προβαίνουν μία μία οι γυναίκες)
Τα μάθατε τα κατορθώματα των γιων σας; Μάθατε τις ντροπές που ρίξαν στο κεφάλι μου; Μάθατε τις έγνοιες που μου βάλανε; Φίδια μου γεννήσατε, όχι παιδιά. Να 'τοιμαστείτε για φευγιό. Δε γίνεται άλλο να σταθούμε εδώ. Θα μας ρημάξουν. Τι συφορά! Πάνω που είπαμε να ριζώσουμε δω χάμου, να ‘μαστε πάλι για δρόμο!  Να μην πείτε τίποτα στη Ραχήλ. Θα της τα πω εγώ τα νέα όπως πρέπει. Αντέστε. Φύγετε. Συφορά μου!
(οι γυναίκες βγαίνουν)
Θεέ μου τί να κάνω; Εσύ στις δύσκολες στιγμές μου πάντοτε με βόηθησες. Βοήθα με και τώρα. Μου υποσχέθηκες να δώσεις σε μένα και στους απογόνους μου τη γη Χαναάν. Μην πάρεις πίσω το λόγο σου Κύριε για την απρέπεια των παιδιών μου. Και φανερώσου μου και πες μου τι να κάμω στις δύσκολες ώρες που περνώ.
(Μπαίνουν Ρουβήν, Ιούδας, Λευί, Δαν)
Πού είναι τα μαχαίρια σας; Φέρτε τα και σκοτώστε κι εμένα!..

ΡΌΥΒΙΝ
Πατέρα..

ΙΑΚΩΒ
..Αλλά μήπως δε μ’ έχετε κιόλας  σκοτώσει; Αθώους ανθρώπους εσκοτώσατε. Γιατί;

ΡΟΥΒΙΝ
Πατέρα, ατιμάσανε την αδερφή μας!

ΙΑΚΩΒ
Όλοι  την ατιμάσανε; Εσείς  ρημάζατε  την  πόλη  όλη. Εμένα δε με σκεφτήκατε; Όλος ο κόσμος τώρα θα με λέει κακόν και ύπουλο.

ΛΕΥΙ
Πατέρα όλο μας λες πως τη Χαναάν θα μας τη δώσει δική μας ο θεός. Πώς θα μας τη δώσει αν δεν πολεμήσουμε; Πρέπει να βοηθήσουμε τη θέληση του θεού.

ΙΑΚΩΒ
Ωραία τη  βοηθήσατε. Σκοτώνοντας αθώους ανθρώπους. Θαρρείτε ανόητοι πως έτσι παίρνονται οι Χαναάν; Τώρα ξέρετε τι θα γίνει; Οι Χαναναίοι και  οι Φερεζαίοι  θα ξεσηκωθούν και θα μας λιώσουν. Θα χάσουμε  ό,τι έχουμε και  δεν έχουμε. Αν κανένας από μας γλιτώσει θα είναι τυχερός. Πού είναι ο Συμεών;

ΛΕΥΙ
Έμεινε στην πόλη.

ΙΑΚΩΒ
Η Δίνα;

ΛΕΥΙ
Κι αυτή μαζί.

ΙΑΚΩΒ
Γιατί έμεινε εκεί ο Ιακώβ;

ΛΕΥΙ
Θέλει να γίνει άρχοντας εκεί……..

ΙΑΚΩΒ
Ω.' Τον ανόητο. Μήπως θέλει να πάρει και την Αίγυπτο; Ω! Τον ανόητο! Μα τι περίμενα απ’ αυτόνε  κι από σένα που για να διασκεδάσετε κόβατε τα νεύρα από τα πόδια των ταύρων και τους βλέπατε να σπαρταράνε και γελούσατε; Αφού για το γέλιο σας κάνατε τέτοια, τι δε θα κάνατε στο θυμό σας πάνω…

ΡΟΥΒΗΝ
Πατέρα δίκια είσαι θυμωμένος. Μα με τους Συχεμίτες δε θα μπορούσαμε μετά από ότι έγινε-την αρπαγή της αδερφής μας-να είμαστε φίλοι. Θα ήμασταν εχθροί. Κι οι Συχεμίτες ήσαν δυνατότεροι. Έτσι πάντοτε θα κάναμε ότι εκείνοι ήθελαν. Μόνο με δόλο μπορούσαμε να τους εξοντώσουμε. Πρέπει  να κοιτάξουμε το μέλλον μας. Αν το χειριστούμε το ζήτημα καλά, μπορούμε να ριζώσουμε στην πόλη της Συχέμ. Κι αυτή θα είναι μια καλή αρχή για να εκπληρωθεί η υπόσχεση του θεού σου-να πάρουμε τη Χαναάν.

ΙΑΚΩΒ
Άδικα αίματα δε θέλει ο Θεός μου. Φύγετε. Και τραβάτε πέστε σ’ αυτό τον ελαφρόμυαλο ναρθεί εδώ προτού πέσουν απάνω του οι Φερεζαίοι και τότε δεν ξέρει πού να κρυφτεί. Τραβάτε. Και στείλτε μου τον Ιωσήφ. Θέλω να ημερέψω λίγο την ψυχή  μου.



                                    ΑΥΛΑΙΑ