Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2008

Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ

Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ

Πολλοί μιλάνε για την αρχαία Αθήνα του Περικλή σαν τη γενέτειρα της Δημοκρατίας.
Και σαν απόδειξη αυτής τους της άποψης φέρνουν τον Επιτάφιο λόγο που εκφώνησε ο Περικλής πάνω από τα πτώματα των πρώτων νεκρών του πελοποννησιακού πολέμου, λόγο που αναφέρει τα στοιχεία της δημοκρατίας αυτής.
Όμως ο ίδιος αυτός ο Επιτάφιος, αν εξεταστεί διαλεκτικά, αποδείχνει πως μόνο δημοκρατία δεν ήτανε το πολίτευμα του Περικλή.
Είναι βέβαιο ότι ο Επιτάφιος αυτός δεν εκφωνήθηκε από τον Περικλή ούτε και από κανέναν άλλο.
Γράφτηκε από τον Θουκυδίδη, ο οποίος με τις πνευματικές και συγγραφικές του ικανότητες έκανε αυτόν τον λόγο ένα μνημείο τελειότητας για την αγαπημένη πόλη του, την Αθήνα.
Μερικοί ξεχνούν ότι όλα όσα αναφέρονται στον Επιτάφιο δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και θεωρούν πως η αρχαία Αθήνα ήταν ό,τι ο Επιτάφιος αυτός θέλει να μας παρουσιάσει. Και γενικεύοντας απλώνουν τον μανδύα της τελειότητας και σε όλη την αρχαία Ελλάδα, με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν ένα μύθο δημοκρατίας, ελευθερίας και δικαιοσύνης, που δήθεν η αρχαία Ελλάδα είχε, με κέντρο της την Αθήνα αναπτύξει.
Και όσοι τα λένε αυτά κάνουν ότι ξεχνούν πως όλοι οι πολιτισμοί που φάνηκαν πάνω στη γη και που στο μέλλον θα φανούν πάνω σ' αυτή, έχουν την ίδια αξία και τον ίδιο σκοπό υπηρετούν. Και κάνουν ότι το ξεχνούν γιατί το συμφέρον τους έτσι τους υπαγορεύει να κάνουν, εν γνώσει τους διαστρεβλώνοντας την ιστορία αλλά και την ίδια την ιδέα του πολιτισμού σαν κοινωνικού και γενεσιουργού προόδου φαινομένου.
Ας απομυθοποιήσουμε λοιπόν την αρχαία Αθήνα, την αρχαία Ελλάδα και τον πολιτισμό της, όσο τουλάχιστον μας δίνει την ευκαιρία να κάνουμε η ίδια η Αθήνα και με όπλο που δανειζόμαστε από αυτή την ίδια -τον Επιτάφιο λόγο του Περικλή.
Χωρίς σπουδαίους προλόγους ας δούμε τον Επιτάφιο.
Εκεί είναι τα σπουδαία.
Στο 36-1 μας λέει ο Περικλής ότι θα αρχίσει την ομιλία του με τους προγόνους.
Και μόνο τούτο θα ήτανε αρκετό για να μας πείσει για την αδυναμία του Περικλή να σταθεί μόνος του στα πόδια του σαν ηγέτης.
Ζητάει τη βοήθεια των προγόνων για να μπορέσει να πείσει τους ακροατές του για ό,τι πρόκειται να πει.
Δεν αρχίζει από τους Θεούς. Ηθελημένα η λέξη Θεός δεν ακούγεται ούτε μια φορά στο κείμενό του.
Αυτό δείχνει την αμετροέπειά του και τη σκοπιμότητα της αναφοράς στους προγόνους. Από τους προγόνους πιάνεται για να φτάσει εκεί που θέλει.
Δηλώνει έτσι πως ό,τι καλό έχει γίνει για την Αθήνα, αυτό έγινε από τους προγόνους. Από τους πατεράδες δηλαδή, τους παππούδες και τους προπαππούδες εκείνων που τον ακούνε τη στιγμή εκείνη που μιλάει.
Ποιος θα τολμούσε να αντιτείνει ότι οι πρόγονοί του δεν ήσαν άξιοι μιας τέτοιας μνείας; ΄Οτι οι προγονοί του δεν έκαναν καλά ό,τι έκαναν;
Βάζει λοιπόν τα θεμέλια με τον τρόπο αυτόν ο Περικλής και πια, εκεί πάνω μπορεί να χτίσει ό,τι θέλει χωρίς τον κίνδυνο να γκρεμιστεί αυτό από κείνους που τον ακούνε.
Πάντοτε οι κυβερνήτες αρέσκονται να συνδέουν το παρόν με το παρελθόν, γιατί το παρελθόν είναι οι ρίζες από τις οποίες τρέφεται και άραγε μπορεί να σταθεί στα πόδια του το σήμερα.
Το παρελθόν είναι η παράδοση, είναι η πεπατημένη οδός, που καθοδηγεί σίγουρα τους κυβερνήτες εκείνους που δεν θέλουν να αλλάξουν τίποτε από τα υπάρχοντα, επειδή αυτά τους βολεύουν.
Κανένας που καλοπερνάει όπως είναι τα πράγματα, δεν θα αρχίσει κάτι από την αρχή, γιατί αυτό το κάτι θα μπορούσε να πάρει δρόμο φιλολαϊκό, φιλελεύθερο, πραγματικά δημοκρατικό και αυτό δε συμφέρει εκείνους που θέλουν να καλοπερνάνε από την εξουσία τους αυτοί και η κλίκα τους.

Στο 37-1 ο Περικλής μας λέει ότι δημοκρατία είναι το πολίτευμα όπου κυβερνούν οι περισσότεροι.
Η αρχαία Αθήνα είχε τρακόσες χιλιάδες κατοίκους. Από αυτούς οι εκατό χιλιάδες ήσαν δούλοι, οι εκατό χιλιάδες γυναίκες-χωρίς κανένα δικαίωμα συμμετοχής στα κοινά-,και μόνον οι υπόλοιποι εκατό χιλιάδες ήσαν αθηναίοι πολίτες.
Και μόνον οι πολίτες είχαν δικαίωμα συμμετοχής στα κοινά.
Και αν λοιπόν ακόμα οι μισοί συν έναν αθηναίοι πολίτες κυβερνούσαν την Αθήνα, αυτό μας κάνει ότι πενήντα χιλιάδες από τις τρακόσες κυβερνούσαν. ΄Ωστε ούτε σύμφωνα με τη γνώμη του Περικλή για τη δημοκρατία, η αθηναϊκή πολιτεία δεν ήτανε δημοκρατική. Γιατί δημοκρατία σε μια χώρα υπάρχει μόνον όταν αυτή αφορά σε όλους τους πολίτες της.
Ξέρω τι θα μου πουν μερικοί-ότι τότε η δουλεία ήτανε θεσμός, πως το να είναι κανείς δούλος ήτανε στοιχείο της τότε κοινωνίας και τα λοιπά και τα λοιπά.
Είτε όμως έτσι ήταν τα πράγματα είτε αλλιώς, δημοκρατία δεν υπήρχε, παρά υπήρχε μόνον ό,τι εννοούσε σαν δημοκρατία ο Περικλής.
Βέβαια αν πάρουμε υπόψη μας πως και σήμερα δεν υπάρχει ορισμός της δημοκρατίας, και ότι κάθε δικτάτορας η κάθε δημοκρατικός ηγέτης λέει πως έχει δημοκρατία στη χώρα του και σήμερα ακόμα δεν θα έπρεπε να μιλάμε για δημοκρατία σε καμία περίπτωση-θα έπρεπε να έχουμε διαγράψει αυτήν τη λέξη από το λεξιλόγιό μας.
Αφού όμως ο Περικλής την αναφέρει σαν στοιχείο της πόλης των αθηναίων, και μάλιστα αφού η λέξη επικράτησε για να δηλώσει ότι το πολίτευμα της τότε Αθήνας ήτανε το τέλειο σύστημα διακυβέρνησης, πρέπει κι εμείς να δεχτούμε τον όρο με σκοπό να τον φέρουμε στα μέτρα τα οποία πραγματικά είχε στην Αθήνα του Περικλή.
Στο ίδιο σπεύδει ο Περικλής να δηλώσει μετά τα παραπάνω, ίσως σε μια προσπάθεια να καλυτερέψει την εικόνα της αθηναϊκής δημοκρατίας που έδωσε αμέσως πριν, πως: "ωστόσο οι νόμοι, όταν είναι για τις ιδιωτικές τους διαφορές (εννοεί των πολιτών),δίνουν σε όλους τα ίδια δικαιώματα".
Τι ωραία που τα λέει ο πρώτος πολίτης της αθηναϊκής δημοκρατίας! Φυσικά εννοεί το δικαίωμα να πίνουν όλοι νερό από τις δημόσιες κρήνες, το δικαίωμα να αναπνέουν, ακόμα το δικαίωμα να ανοίγουν καταστήματα, να εργάζονται με εξευτελιστικά μεροκάματα, το δικαίωμα να δυστυχούν και άλλα τέτοια δικαιώματα.
Το δικαίωμα στην δίκαια κατανομή του πλούτου είναι ιστορικά γνωστό πως δεν περιλαμβάνονταν στα δικαιώματα που με τόσην απλοχεριά χάριζε στους αθηναίους πολίτες ο Περικλής.
Σαν άλλος θεός κι εκείνος είχε δώσει το δικαίωμα στους πολίτες του να τρώνε από τους καρπούς όλων των δέντρων, αλλά τους απαγόρευε να τρώνε από το δέντρο του Καλού.
Και οι πολίτες δέχονταν να ζουν με τον τρόπο αυτόν μέσα στην πόλη εκείνη.
Αν ήθελαν ας έκαναν κι αλλιώς-ο πέλεκυς του νόμου, που δεν περιλάμβανε στα δικαιώματα που έδινε στους πολίτες και το δικαίωμα στην ευτυχία, έπεφτε βαρύς πάνω στα κεφάλια τους όταν προσπαθούσαν να ζήσουν κι αυτοί ανθρωπινά.
Στον επιτάφιό του βλέπουμε λοιπόν ότι ο Περικλής βρίζει τους φτωχούς μπροστά στα ίδια τους τα μάτια και τα αυτιά, κι εκείνοι τον ακούνε αδιαμαρτύρητα. Σαν πρόβατα.
Και ο Περικλής συνεχίζει λέγοντας πως ναι μεν όλοι έχουν ίσα δικαιώματα αλλού, όμως όταν πρόκειται να διαλεχτούν οι κυβερνήτες της πολιτείας, τότε δεν γίνεται κυβερνήτης ο κάθε πολίτης, αλλά ο ικανότερος.
Ας προσπαθήσουμε να δούμε ποιος μπορεί να ήταν ο ικανός για τα αξιώματα της πολιτείας στην αρχαία Αθήνα.
Θα ήταν ίσως ένας μανάβης που από μικρό παιδί δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ για το μεροκάματο; ΄Οχι βέβαια.
Ποιος θα ήταν;
Μήπως ένας μπακάλης, ένας ψαράς, ένας βιοτέχνης;
Όχι βέβαια.
Ποιος θα μπορούσε να είναι ο ικανότερος; Μα ποιος άλλος από ένα πλουσιόπαιδο που θα είχε το χρόνο και το χρήμα να σπουδάσει τις επιστήμες και τις τέχνες που απαιτούνται για τον σκοπό αυτόν;
Οι φτωχοί λοιπόν έξω και από τη διοίκηση της πολιτείας.
Ωραία πόλις, ηθική, αγγελικά πλασμένη...

Στο 37-2 διαβάζουμε: "Δεν κοιτάζουμε υποψιασμένοι ο ένας τον άλλον στις καθημερινές μας δουλειές' δε θυμώνουμε με το γείτονά μας αν τυχόν κάνει κάτι κατά την όρεξή του κι ούτε παίρνουμε την όψη του πειραγμένου, πράγμα που αν δε βλάφτει όμως στενοχωρεί τον άλλο."
Αλήθεια τι θαυμαστή επίτευξη! Ο πλούσιος δεν παίρνει την όψη του πειραγμένου όταν βλέπει τον φτωχό να πεινάει, γιατί ο φτωχός μπορεί να στενοχωρηθεί απ΄ αυτό, και τότε πάει η δημοκρατία που δεν ανέχεται να στενοχωρεί ο ένας τον άλλο. Αλλά ούτε ο φτωχός παίρνει την όψη του πειραγμένου όταν βλέπει τον πλούσιο να του πίνει το αίμα, γιατί τώρα θα υπήρχε ο φόβος ο πλούσιος να στενοχωρηθεί από αυτό και τότε πάει περίπατο όχι μόνον η δημοκρατία αλλά και ο ίδιος ο φτωχός...Εδώ η λογική λέει πως έχουμε να κάνουμε ή με ένα λαό ηλιθίων ή με ένα λαό που η καταπίεσή του από την εξουσία είχε τόση ζημιά κάνει μέσα του, που είχε γίνει εσωτερική καταπίεση και άγχος, με συνέπεια έναν άθλιο τρόπο ζωής. Και επειδή ηλίθιος τόσο πολύ κανένας λαός δεν είναι, ισχύει το δεύτερο σκέλος της υπόθεσης, πως ο αθηναίος πολίτης ήταν τρομοκρατημένος μέχρι βουβαμάρας.
Φαίνεται πως η πλύση εγκεφάλου που έκανε ο Περικλής στους Αθηναίους, τους είχε κάνει ανίκανους όχι μόνο να διαμαρτυρηθούν ή να αντιδράσουν σε κάτι άδικο που τους γινόταν, αλλά ούτε ακόμα και να συνειδητοποιήσουν ότι αδικούνται. Μόνο γελούσαν και ευχαριστιόνταν, μας λέει ο Περικλής, όταν το άδικο τους χτυπούσε.
Πόσο μεγάλος πρέπει να ήταν ο τρόμος που είχε βάλει ο Περικλής μέσα στις ψυχές των άμοιρων αθηναίων, που αυτοί ούτε την όψη του πειραγμένου να μην μπορούν να πάρουν όταν νιώθανε πάνω στο πετσί τους την αδικία και τον εμπαιγμό του ισχυρού διπλανού τους…
Και δεν είναι καθόλου δύσκολο να εξηγήσουμε την κατάσταση αυτή. ΄Οταν ο φτωχός αθηναίος δεν έχει τα χρήματα που απαιτούνται για να πάει στα δικαστήρια όταν αδικείται, όταν ο πλούτος είναι εχέγγυο ατιμωρησίας, όταν η κλίκα του Περικλή λύνει και δένει στην Αθήνα, όταν βλέπει πώς τιμωρούνται οι "σύμμαχοι" που τολμούν να σηκώσουν κεφάλι, τότε πώς αυτός θα διανοηθεί να σηκώσει το δικό του;
Κι αν κανένας από τους αθηναίους πολίτες είχε κάποιαν ελπιδοφόρα υποψία πως τα πράγματα δεν είναι τόσο τρομερά όσο δείχνουν και θαρρούσε πως είχε περιθώριο άμυνας, αυτός, πηγαίνοντας στο θέατρο, έπαιρνε την σίγουρη απάντηση από το παράδειγμα που αυτό έδινε με τις παραστάσεις του, ώστε ο άμοιρος πολίτης εγκατάλειπε κάθε ελπίδα και ξαναγύριζε με σκυμμένο το κεφάλι στο μαντρί από όπου είχε προσπαθήσει να βρει διέξοδο.

Τα θεωρικά ήσαν χρήματα που δίνονταν στους φτωχούς για να πάνε στο θέατρο.
°Από τον θεσμό αυτό των θεωρικών, φαίνεται όλη η σαπίλα του αθηναϊκού καθεστώτος και όλη η βρωμιά του ξεσκεπάζεται, αν κανείς θέλει να δει τα πράγματα όπως είναι, και όχι όπως τα βλέπει ένας ομοτράπεζος του Περικλή-ένας απολογητής της πλουτοκρατίας.
Και να γιατί: αν οι αθηναίοι δεν είχαν λεφτά να πάνε στο θέατρο, καταλαβαίνει κανείς τη φτώχεια που τους έδερνε.
Αν πάλι είχαν λεφτά να πάνε στο θέατρο και δεν πήγαιναν, καταλαβαίνει πάλι κανείς ότι δε θέλανε να πάνε στο θέατρο.
Και όταν μιλάμε για θέατρο στην αρχαία Αθήνα, μιλάμε για ένα μέσο προπαγάνδας, μιλάμε για ένα μέσο που με αυτό περνούσε τη γραμμή της η κυβερνώσα κλίκα, μιλάμε για την σημερινού ελληνικού τύπου κρατική τηλεόραση της εποχής. Και είναι γνωστή η αυστηρότατη λογοκρισία στην οποία υποβάλλονταν κάθε έργο πριν ανεβεί στη σκηνή του θεάτρου και που από μία λέξη του κειμένου του κρέμονταν πολλές φορές και η ζωή του συγγραφέα.
Οι "μη υποψιασμένοι", "μη θυμώνοντες" και "μη πειραγμένοι" λοιπόν αθηναίοι, σπρώχνονταν από την πολιτεία να πάνε στο θέατρο για να ακούσουν το κήρυγμα της ισοπέδωσης, για να μάθουν το τίμημα της ανυπακοής και για να μπορούν να συνεχίσουν να ζουν έτσι καταπιεσμένοι στην Αθήνα, την πόλη που θα φημίζεται για αιώνες μετά την εξαφάνισή της, σαν η πόλη που σε αυτήν γεννήθηκε η δημοκρατία και η ελευθερία. Τερατογενέσεις πράγματι.

Και ο αρχιτέκτονας του «χρυσού αιώνα» της Αθήνας συνεχίζει στο 37-3: "...είναι πιο πολύ από εσωτερικό σεβασμό που δεν παρανομούμε, στους άρχοντές μας κάθε φορά πειθαρχικοί και στους νόμους και μάλιστα σε όσους από αυτούς έχουν γίνει για να βοηθούν τους αδικημένους και σε όσους, και άγραφοι που είναι, όμως φέρνουν ντροπή ομολογημένη."
Με "εσωτερικό σεβασμό" ο Περικλής εννοεί εξωτερικό καταναγκασμό. Γιατί η πειθαρχία στους άρχοντες όταν αυτοί αδικούν, δε δείχνει εσωτερικό σεβασμό, αλλά τρόμο για τις συνέπειες μιας ανυπακοής. Και το παράδειγμα το έχουμε μπροστά μας, είναι αυτή τούτη η συγκέντρωση των πολιτών στην οποία μιλάει ο Περικλής. Μιλάει σε ανθρώπους που έχασαν μέλη αγαπημένα της οικογένειάς τους σε έναν πρόσφατο, που μάλιστα την ώρα αυτή της ομιλίας συνεχίζεται, πόλεμο. Πόλεμο που ο ίδιος ο Περικλής επιζήτησε, πόλεμο που μπορούσε να έχει αποφύγει χωρίς να βλαφτεί ούτε η δόξα ούτε η ευμάρεια της αθηναϊκής πολιτείας. Και πώς αλλιώς θα εξηγιόταν η στάση των πολιτών να ακούνε να τους μιλάει για πειθαρχία στους άρχοντες ο άρχοντας που με τις αποφάσεις του δημιούργησε στους ακροατές του τόσες δυστυχίες στον πρώτο κιόλας χρόνο του πολέμου, παρά σαν μια στάση μοιρολατρίας αλλά και τρόμου για τις συνέπειες μιας αντίδρασης;
Αλλά πιο πειθαρχικοί ήσαν οι αθηναίοι, μας λέει ο ομιλητής, στους νόμους που είχαν γίνει για να βοηθούν τους αδικημένους.
΄Ωστε στην Αθήνα υπήρχαν και αδικημένοι! Κατά λάθος θα αδικούνταν βέβαια...Γιατί σε μια τέλεια πόλη όπως στην Αθήνα του Περικλή έτσι όπως την περιγράφει ο Θουκυδίδης, θα είχαν παρθεί όλα τα ανθρωπίνως δυνατά μέτρα για να αποφευχθεί κάθε αδικία.
Ας φωτίσουμε όμως και αυτή την αποστροφή του λόγου.
Ξέρουμε ότι στα δικαστήρια της Αθήνας σπάνια κατάφευγαν οι πολίτες για να βρουν το δίκιο τους όταν ο αντίδικος συνέβαινε να είναι πλούσιος. Και αυτό επειδή ο δικηγόρος -δηλαδή ο ρήτορας που έγραφε τον λόγο υπεράσπισης των κατηγορουμένων-ζητούσε τόσο πολλά χρήματα που οι φτωχοί κατά κανόνα δεν είχαν να πληρώσουν.
Το ίδιο απρόθυμοι ήσαν οι φτωχοί αθηναίοι, οι περισσότεροι αθηναίοι δηλαδή, να πάνε στο δικαστήριο και όταν ακόμα ήσαν όχι ενάγοντες ή κατηγορούμενοι, αλλά και ένορκοι. Στην περίπτωση αυτή η απροθυμία τους οφειλόταν στο γεγονός ότι θα έχαναν το μεροκάματο. Τέτοιος φόβος δεν υπήρχε φυσικά για τους πλούσιους ενόρκους, με αποτέλεσμα να δικάζουν πρακτικά μόνον οι πλούσιοι. Και καταλαβαίνουμε τι συνέπεια είχε αυτό-τις δίκες τις κέρδιζαν οι πλούσιοι.
Με ποιον τάχα τρόπο εννοεί ο Περικλής πως οι αδικημένοι δικαιώνονταν;
Κανείς δεν ξέρει, μιας και ο λόγος δεν μπαίνει σε λεπτομέρειες εκεί που δεν τον συμφέρει.
Αλλά, μας λέει το κείμενο του λόγου, οι αθηναίοι είχαν να υπακούν και σε άγραφους νόμους, που μάλιστα αν παραβαίνονταν θα έφερναν ντροπή στον παραβάτη.
Μπορούμε να υποθέσουμε με βεβαιότητα τέτοιους νόμους. Ένας θα ήταν ο νόμος που απαγορεύει την κλοπή, άλλος εκείνος που απαγορεύει το αντιμίλημα στους άρχοντες και στους κάθε λογής ισχυρούς.
Πήραμε μιαν ιδέα της αθηναϊκής δικαιοσύνης.
Στο 38 ακούμε ότι η μια γιορτή ερχόταν μετά την άλλη για να διασκεδάζουν οι αθηναίοι. Οι γνωστές φιέστες για να αποξεχνάει ο λαός τα βάσανα και τα δικαιώματά του και για να μην ξεσηκώνεται. Οι σύμμαχοι, δηλαδή οι υπόδουλοι στην Αθήνα υπόλοιποι έλληνες, πληρώνανε κάθε χρόνο το χαράτσι τους στην ισχυρή Αθήνα. Οι αποικίες αρμέγονταν, οι δούλοι δούλευαν. Γιατί οι πλούσιοι αθηναίοι να μην καλοπερνούσαν με γιορτές και πανηγύρια (αλλά και φιλοσοφώντας, όπως θα δούμε πιο κάτω);
Ακόμα εδώ μαθαίνουμε πως αγαθά έρχονταν από μακρινά μέρη του κόσμου και πως τα αγαθά αυτά τα απολάμβαναν οι αθηναίοι με τόσην οικειότητα «σαν να τα είχε παράγει η δική τους γη»-τόσο φυσικό αισθάνονταν να δουλεύουν άλλοι γι αυτούς.
Εκείνο που δεν μας λέει ο Περικλής είναι πόσοι από τις εκατό χιλιάδες αθηναίους-δεν μιλάμε για τους δούλους και τις γυναίκες-είχαν την οικονομική δύναμη να αγοράσουν αυτά τα αγαθά. Όμως αυτό μας το λένε άλλες πηγές. Και οι άλλες αυτές πηγές μας λένε ότι οι λίγοι απολάμβαναν τα αγαθά που έφερνε στην Αθήνα ο Περικλής.
Στο 39 ο Περικλής συγκρίνει τη Σπάρτη με την Αθήνα για να αποδείξει πως η ζωή των αθηναίων είναι πιο ξεκούραστη στον καιρό της ειρήνης, χωρίς όμως και να υστερούν αυτοί στον πόλεμο όταν έρθει κι αυτουνού η ώρα.
Δε διστάζει προτερήματα της σπαρτιατικής ζωής να τα βαφτίζει ελαττώματα, ώστε να αποδείξει την ανωτερότητα της αθηναϊκής κοινωνίας, με απώτερο σκοπό να δεχτούν οι ακροατές του ότι για μια τέτοια πατρίδα όπως η Αθήνα, αξίζει να πεθαίνουν νέοι άνθρωποι γι αυτήν, όπως αυτοί πάνω στα πτώματα των οποίων τώρα ο ίδιος ο Περικλής με τον Επιτάφιό του ασελγούσε.

Φαγητό και διασκέδαση για τους λίγους και πόλεμος για όλους είναι λοιπόν τα ιδανικά του Περικλή και ακόμα η παράδοση στους απογόνους μιας ελεύθερης πατρίδας, ό,τι δηλαδή και ο αρχηγός κάθε βάρβαρου κράτους τότε ή υπανάπτυκτου κράτους σήμερα. Πέρα όμως από αυτά δεν βλέπουμε να υπάρχει στην Αθήνα η επιδίωξη κάποιου ιδανικού, που η ύπαρξή του θα δικαίωνε την υστερότερη φήμη της Αθήνας σαν της πόλης του φωτός του αρχαίου κόσμου. Σε έναν λόγο τέτοιας επιδίωξης και εμβέλειας θα περίμενε κανείς να ακούσει κάτι και για ηθική, για πνευματικούς προβληματισμούς, για κάποιον σκοπό της ζωής πέρα από τα γνωστά και κοινά για όλους τους λαούς του κόσμου επιτεύγματα και αναζητήσεις. Παρά ακούμε να αντιπαρατάσσεται στον τρόπο ζωής των σπαρτιατών ο τρόπος ζωής των αθηναίων και με βάση αυτή την αντιπαράθεση και μόνον να επιζητείται να δειχτεί η ανωτερότητα της Αθήνας.
Καταλαβαίνει κανείς πως αυτά ενδιαφέρουν τις μάζες και γι αυτό εκεί επικεντρώνει το ενδιαφέρον του ο Περικλής. Οι μάζες όμως των αθηναίων-ο λαός των αθηναίων-δεν θα έπρεπε να δονείται από υψηλότερα ιδανικά πέραν της διαπίστωσης ότι η καθημερινή ζωή του είναι πλουσιότερη από αυτήν των σπαρτιατών, για να έχουν κάποιο δίκιο μερικοί σήμερα να τον παρουσιάζουν σαν τον ιδανικό λαό που για μια φορά φάνηκε στης γης το χώμα;
Αλλά ας τελειώσουμε και με αυτή την παράγραφο του Επιτάφιου, λέγοντας έναν καλό λόγο για τον Περικλή, ή αν θέλετε για τον Θουκυδίδη: ότι δεν κατηγόρησε τους σπαρτιάτες για τη χυδαία συνήθειά τους να πηγαίνουν με γυναίκες.
"Αγαπάμε το ωραίο και μένουμε απλοί". Και πάλι: "Ο πλούτος είναι για μας αφορμή για έργα παρά για παινεψιές και λόγια", διαβάζουμε στο 40-1.
Γιατί όχι; Απλοί και χωρίς να λένε πολλά λόγια μένουν όσοι μ΄ ένα νεύμα τους μπορούν να τσακίσουν όποιον τους αμφισβητήσει κάποιο τους «δικαίωμα». Γιατί να φωνάζουν, να χειρονομούν, να παινεύονται ακόμα; Η κατάσταση είναι γνωστή σε όλους-όποιος παίζει με σημαδεμένη τράπουλα δεν εξάπτεται.
Στο ίδιο, το 40-1, μας ανακοινώνει ο αρχηγός της αθηναϊκής δημοκρατίας ότι οι αθηναίοι "αγαπούν" να φιλοσοφούν.
Ας σταθούμε λίγο εδώ για να δούμε τη φιλοσοφία των αθηναίων.
Όλες τις φιλοσοφικές σχολές θα τις βρούμε στην Αθήνα του Περικλή. Είτε σαν δημιουργήματα των γηγενών, είτε σαν διδασκαλίες ξενόφερτων, κύρια από τη Μικρά Ασία, φιλόσοφων.
Όμως από όλες τις φιλοσοφίες επικράτησαν εκείνες που υπηρετούσαν και που μέχρι και σήμερα υπηρετούν την πλουτοκρατία. Οι άλλες εξαφανίστηκαν από άμεσα χτυπήματα της τότε εποχής-η διδασκαλία τους δεν "διαφημιζόταν", τα βιβλία τους δεν προωθούνταν, οι ιδέες τους δεν εφαρμόζονταν. Παραδείγματα: ο Σωκράτης καταδικάστηκε να πιει το κώνειο γιατί "εισήγαγε καινά δαιμόνια". Ο Αναξαγόρας, όταν ήρθε να διδάξει στην Αθήνα, καταδικάστηκε σε θάνατο επειδή δίδασκε ότι ο ήλιος δεν είναι θεός αλλά μια διάπυρη μάζα. Σώθηκε και φυγαδεύτηκα από τον Περικλή που ήτανε προσωπικός του φίλος. Ο Πλάτωνας ήθελε να κάψει τα βιβλία του Δημόκριτου που κυκλοφορούσαν στην Αθήνα. Εμποδίστηκε από τους πυθαγορικούς Αμύκλα και Κλεινία, που του είπανε πως δεν θα πετύχαινε σπουδαία πράγματα με την πράξη του αυτήνε, μιας και τα βιβλία του Δημόκριτου κυκλοφορούσαν και εκτός Αθηνών. Αλήθεια όλα τα έχουν όχι μόνον πει, αλλά και όλα τα έχουν κάνει οι αρχαίοι έλληνες' ούτε ο Χίτλερ δεν ήτανε ο πρώτος όταν έκαιγε τα βιβλία-αυτός των εβραίων.
Και μιας και το έφερε η κουβέντα, ας πούμε πως ούτε η Μαφία είναι εφεύρημα των ιταλών. Γιατί στην Αθήνα υπήρχαν οι καλούμενοι "συκοφάντες", οι οποίοι έπαιρναν χρήματα από πολίτες για να μη τους συκοφαντήσουν στέλνοντάς τους στα δικαστήρια, για κάτι που δεν είχαν κάνει. Και οι πολίτες τα έδιναν τα χρήματα αυτά για τον λόγο που είπαμε πιο πάνω, ότι δηλαδή τα δικαστήρια, που θα έδειχναν ίσως πως αυτοί δεν έκαναν την πράξη για την οποία κατηγορούνται, ήθελαν τόσο πολλά λεφτά για τους ρήτορες, που ήτανε συμφερότερο να υποκύψουν στον εκβιασμό.
Βλέπουμε και από αυτά πόσο δημοκρατία ήτανε η δημοκρατία της Αθήνας, πόσο αγγελική ήταν η αθηναϊκή κοινωνία και τέλος πόσο δικαιοσύνη ήταν η δικαιοσύνη της.
΄Ετσι επικράτησαν οι συντηρητικές φιλοσοφίες και κύρια η φιλοσοφία του Πλάτωνα, η οποία στήριξε τους ισχυρούς κάθε εποχής, μιας και, επειδή τους βοηθούσε στην καταδυνάστευση των αδύναμων, την υιοθέτησαν σαν την κυρίαρχη και αλάθητη(!) φιλοσοφία.
Και όλοι μαθαίνουν από τότε πως υπάρχει μια ψυχή που πετάει σαν αφτέρουγο πουλάκι στον ουρανό, περιμένοντας με αγωνία πότε θα γεννηθεί ο άνθρωπος για να πάει να εγκατασταθεί μέσα του, πως υπάρχουν οι ιδέες, οι οποίες κι εκείνες προϋπήρχαν πάντοτε κάπου εκεί ψηλά, ξέροντας, οι πονηρές, πως κάποτε θα ερχόταν ο άνθρωπος για να τον υπηρετήσουν, και πως το αγαθόν ταιριάζει μόνον στων ευγενών τη φάρα…
Και η Δύση ακολούθησε τις φιλοσοφικές επιταγές του Πλάτωνα για να φτάσει σήμερα στα χάλια που έχει.
Αν ο Πλάτωνας, μαζί με την τάση του για το φιλοσοφείν, ήτανε ένας άνθρωπος της μέσης ή κατώτερης οικονομικά τάξης, και αν και πάλι έγραφε φιλοσοφικά βιβλία, τότε, με την προϋπόθεση ότι αυτά δεν θα καταστρέφονταν, ίσως να βοηθούσαν τον κόσμο οδηγώντας τον προς την ευτυχία του-γιατί τότε δεν θα αεροβατούσε, παρά θα έσκυβε με αγάπη επάνω στα προβλήματα του ανθρώπου.
Όμως ο Πλάτωνας ήτανε αυτό που ήτανε-ένας καλοζωϊσμένος αριστοκράτης που δεν ήξερε τι θα πει πόνος και δυστυχία.
Στο 40-4 βλέπουμε ότι πιθανόν ο Πανάγαθος, όταν έφτιαξε τους αγγέλους, άφησε μερικούς παράμερα για να τους στείλει στην αρχαία Αθήνα όταν θα εμφανιζόταν ο Περικλής, για να έχει αυτός αγγελικούς υπηκόους. Αλλιώς δεν εξηγείται η ομοιότητα στη νοοτροπία των αγγέλων καθώς και στη νοοτροπία των αθηναίων όπως μας την παρουσιάζει εδώ ο Περικλής: "Και στην καλή διάθεση απέναντι στους άλλους δεν έχουμε την ίδια γνώμη με τον πολύ κόσμο." (αλίμονο, δεν θα διέφεραν κι εδώ από τους άλλους προς το καλύτερο-όπως και στα άλλα;) "Τους φίλους μας ζητούμε να τους κερδίσουμε με το να κάνουμε εμείς καλό, όχι οι άλλοι σε μας. Κι είναι πιο σίγουρος εκείνος που κάνει το καλό ότι θα κοιτάξει τη χάρη που του χρωστούν να την κρατήσει με τη συμπάθεια που θα δείχνει σ' αυτόν που ωφέλησε."
Όλοι ξέρουν το καλό που οι αθηναίοι έκαναν στους συμμάχους τους, και ακόμα περισσότερο πόση "συμπάθεια" έδειχναν σ' αυτούς, προκειμένου να κρατήσουν τη "χάρη" που οι σύμμαχοι αυτοί τους χρωστούσαν...
Αλλά εδώ, στο 40-1,βρίσκεται και η πεμπτουσία του παραληρήματος του Περικλή, βρίσκεται το ζουμί όλης της υπόθεσης του ανθρώπινου δράματος, βρίσκεται συμπυκνωμένο το ευαγγέλιο των καταπιεστών και των εκμεταλλευτών του ανθρώπου από τα ανθρωπόμορφα κτήνη.
Διαβάζουμε λοιπόν (εμείς είμαστε που χρησιμοποιούμε κεφαλαία γράμματα):"ΚΑΙ ΤΗ ΦΤΩΧΕΙΑ ΤΟΥ ΝΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΕΧΤΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΤΡΟΠΗ. ΠΙΟ ΝΤΡΟΠΗ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙ ΔΟΥΛΕΥΟΝΤΑΣ ΝΑ ΤΗΝ ΞΕΦΥΓΕΙ."
Μ' άλλα λόγια: δουλέψτε σκλάβοι. Και μη φοβόσαστε, δεν πρόκειται να σας κατηγορήσουμε επειδή δεν έχετε λεφτά (διότι εμείς τα έχουμε όλα),όμως ούτε και θα σας ανεχτούμε τεμπέληδες(γιατί τότε ποιος θα συντηρεί και θα μεγαλώνει τον πλούτο μας;)
Αυτά λέει ο πολύς Περικλής στους "δημοκράτες" αθηναίους, τους "συνειδητούς πολίτες", στα τρομοκρατημένα αυτά όντα που δεν τολμούν ούτε να σκεφτούν πως ό,τι ακούνε είναι η μεγαλύτερη ύβρις και για τους ίδιους και για τους νεκρούς τους. Υποταγμένα όντα-να οι δημοκράτες του Περικλή όπως και κάθε Περικλή σύγχρονου ή και παλιού. Δικτατορία με νόμους επικυρωμένη ώστε κανείς να μην μπορεί να την αμφισβητήσει -αφού τέτοιες συνθήκες είχαν επιβάλει στην πολιτική ζωή της Αθήνας οι κατέχοντες, που κάθε τέτοια αμφισβήτηση θα θεωρούνταν προδοσία. Η θεωρία για το δίκαιο του ισχυρότερου σε πλήρη άνθιση και καρποφορία. Ή ζούγκλα σε ολόκληρη τη μεγαλοπρέπειά της-ιδού η δημοκρατία της Αθήνας του Περικλή, όπως ιδού η δημοκρατία του Παρισιού, ιδού η δημοκρατία του Βερολίνου, ιδού η δημοκρατία των Βρυξελλών, ιδού η δημοκρατία της Ρώμης, ιδού η δημοκρατία της Μαδρίτης, ιδού η δημοκρατία του Πεκίνου.
Αφού όμως έτσι έχουν τα πράγματα, θα διασώζαμε τουλάχιστο την αξιοπρέπεια και της παλιάς Αθήνας και των σύγχρονων μιμητών της, αν ονομάζαμε το πολίτευμά της αντί δημοκρατία δικτατορία.
Ούτε όμως την αξιοπρέπεια αυτή δεν έχουμε ούτε εμείς ούτε οι αρχαίοι αθηναίοι, ούτε και όσοι ασχολούμενοι με αυτούς, τους αποκαλούν αναισχύντως δημοκράτες.
Αλλά ο Περικλής δεν αφήνει περιθώρια ούτε ατομικής αξιοπρέπειας στους αθηναίους. Γιατί θα ήταν αλήθεια αξιοπρεπής όποιος διαχώριζε τη θέση του από τη βρωμερή αυτή μάζα και αποτραβιόταν σε μια καλύβα και τρεφότανε με τρόφιμα που ο ίδιος καλλιεργούσε, μη μετέχοντας σε αυτή την κτηνώδη κοινωνία του αλληλοφαγώματος και της ηθικής κατάπτωσης. Η προτροπή όμως του μέγα Περικλή άλλα επιτάσσει: "όποιος δεν συμμετέχει στα κοινά είναι άνθρωπος άχρηστος"!
41-1:"Η πόλη μας είναι το σχολείο της Ελλάδας".
Εδώ η δουλεία, η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο, ο σκοταδισμός, η δεισιδαιμονία, η τεμπελιά, προβάλλονται σαν τάξεις στο σχολείο του τότε έλληνα.
Αλλά δυστυχώς για τον άνθρωπο, η Αθήνα υπήρξε και το σχολείο γι όλη την ανθρωπότητα, γι αυτό και η ανθρωπότητα έχει τα χάλια που έχει. Αν η ιστορία μελετούσε και τις υποθετικές εξελίξεις του κόσμου-πράγμα αδύνατο-,θα στεκόταν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον μπροστά στο καλό που θα γινόταν στην ανθρωπότητα, στην περίπτωση που η Αθήνα δεν είχε υπάρξει. Ίσως τότε αυτή να είχε ακολουθήσει δρόμο άλλον, ο οποίος με συμπράττουσες και άλλες, πιθανές τότε, συνιστώσες, θα είχε ίσως οδηγήσει στην ευτυχία του ανθρώπου.
Αλλά έχουμε κι άλλα δείγματα παραληρητού από τον πρώτο πολίτη της Αθήνας, που τη δημοκρατία του που εδώ παινεύει ο Θουκυδίδης, σε άλλο σημείο του έργου του την χαρακτηρίζει με το αληθινό της όνομα: "ενός ανδρός αρχή".
Και είναι το δείγμα αυτό το ακόλουθο, από το 41-3: "η πόλη μας είναι η μόνη από τις τωρινές, που ούτε στον εχθρό, που ήρθε να τη χτυπήσει, δίνει να θυμώσει, από τι ανθρώπους κακοπαθεί, ούτε στον υπήκοο να παραπονεθεί ότι τον εξουσιάζουν ανάξιοι".
Δικτάτορας που επαίρεται ότι υποτάσσει έτσι τους δούλους του, που αυτοί να μη δυσανασχετούν για την υποταγή τους, πώς θα χαρακτηριζόταν αλήθεια από ανθρώπους που μπορούν να σκέφτονται;
Το αφήνω στην κρίση των αναγνωστών, που αν δεν μπορούν να δώσουν τον χαρακτηρισμό που αρμόζει, δεν έχουν λόγο να ξαναπιάσουν στα χέρια τους αυτό το κείμενο γιατί δε μιλάει με τη δική τους γλώσσα.
Αλλά και άλλη αντίθεση των αθηναίων με τους υπόλοιπους ανθρώπους: "Και μόνο εμείς κάνουμε άφοβα το καλό στον ένα και στον άλλο, πιο πολύ γιατί έχουμε την πίστη πως είμαστε άνθρωποι λεύτεροι, παρά γιατί λογαριάζουμε το συμφέρον μας". Ναζωραίε, τώρα το ξέρουμε: το βάθρο της διδασκαλίας σου (το "αγαπάτε αλλήλους"), το έκλεψες από τον Περικλή.
Στο 41-5 το συμπέρασμα: για μια τέτοια πόλη αξίζει να πεθαίνει κανείς, όπως πέθαναν και αυτοί που σήμερα τιμούνται, αλλά αξίζει να πεθάνουν κι άλλοι για χάρη της. Απαραίτητο συμπέρασμα βέβαια. Άλλωστε γι αυτό το συμπέρασμα δεν εκφωνήθηκε και ο λόγος ολόκληρος;
Στη συνέχεια, στο 42,βλέπουμε τον Περικλή, σαν παντοδύναμος που είναι, να δίνει άφεση όλων των αμαρτιών εκείνων που έπεσαν για την πατρίδα-και αν ακόμα κάποιος από αυτούς που έπεσαν υπέρ πατρίδος ήτανε "κάπως κακός" («κάπως κακός» γιατί ποιος αθηναίος θα μπορούσε να είναι πολύ κακός;),όταν πέθαινε πολεμώντας διαγράφονταν όλες του οι αμαρτίες. Κάπως όπως διαγράφονται οι αμαρτίες των μωαμεθανών που πεθαίνουν για την πατρίδα. Πώς και δεν μας είπε κανείς ακόμα από τους αθηναιολάτρες πως πηγή για τον χριστιανισμό και για τον μωαμεθανισμό δεν ήταν η θρησκεία των εβραίων αλλά ο Επιτάφιος του Περικλή…
Πιο κάτω, στο 42-4, ομολογεί ο Περικλής πως ο πόθος των φτωχών (ώστε λοιπόν υπήρχαν και φτωχοί στην Αθήνα,όμως όλοι τόσο ποτισμένοι από την Περίκλεια δημοκρατία, που σημασία δεν έδιναν στη φτώχεια τους μπροστά στις μεγαλομανείς ιδέες της κλίκας του Περικλή),ήτανε να γίνουν μια μέρα πλούσιοι και μάλιστα ότι ο πλούτος ήτανε σκοπός ζωής, ώστε να θεωρείται πως η θυσία του πόθου αυτού, που συνίστατο στον θάνατο για την πατρίδα, εθεωρείτο και το μέτρο της αγάπης (του φτωχού)για την πατρίδα.
Αλλά στο ίδιο μαθαίνουμε ότι τόσο οι αθηναίοι ήσαν άσχετοι προς τον φόβο, ώστε πεθαίνοντας εγλίτωναν όχι από τον φόβο (που ποτέ δεν θα μπορούσαν να νιώσουν),αλλά από την ιδέα ότι θα μπορούσαν να φοβηθούν.
Τέτοιες ασυναρτησίες αλλά και άλλες παρόμοιες που θα μπορούσε κανείς να αναφέρει εδώ αν ήθελε να μακρηγορήσει, θα δικαιολογούνταν από τη σκοπιμότητα της δημιουργίας μιας θρησκείας. Μήπως αυτό επεδίωκε ο Θουκυδίδης; Αν όχι αυτό, κάτι παρόμοιο πάντως το οποίο και πέτυχε-την αναγόρευση δηλαδή της Αθήνας σε πατρίδα της "δημοκρατίας" από κείνους που είχαν και έχουν συμφέρον να συντηρούν τέτιες "δημοκρατίες".
Ας όψεται η ελληνική γλώσσα που είχε εδραιωθεί, βαφτίζοντας "μεγάλους" όσους έγραψαν σ' αυτή, όσες βλακείες κι αν είπαν με τα γραφτά τους αυτά.
Στο 43 ακούμε πως ο πολίτης της Αθήνας ήταν τόσο δεμένος με την πόλη, η μονάδα με το σύνολο, που δε δίσταζε να πεθαίνει για το συμφέρον της ολότητας. Και αυτό όχι όπως πεθαίνουν οι δούλοι ή οι εξαναγκασμένοι για τούτο υπήκοοι άλλων ,ανελεύθερων και ανάλγητων για τους κατοίκους τους πόλεων, αλλά όπως πεθαίνουν άνθρωποι ελεύθεροι-ένα συνειδητό θάνατο για την αγαπημένη τους πατρίδα. Ξέρουμε όμως πως από τους αθηναίους οι περισσότεροι ζούσαν μια ζωή καταπιεσμένη, ανελεύθερη, δυστυχισμένη. Πώς θα μπορούσε οι δυστυχείς και φτωχοί να δώσουν τη ζωή τους για μια πατρίδα που τους έκανε δυστυχείς; Θα πρέπει ή να εξαναγκάζονταν σ' αυτό, ή να ήσαν πνευματικά ανάπηροι που να παίρνουν τη δυστυχία τους για ευτυχία. Κατά τη γνώμη μας συνέβαιναν και τα δύο για διάφορα άτομα ή σύνολα ατόμων-δηλαδή η πλύση του εγκεφάλου των αθηναίων από το θέατρο από τη μια και από την άλλη η τρομοκρατία τους από τους άνομους νόμους ήτανε το αίτιο γι αυτή τους τη "θυσία" υπέρ της πατρίδας.
Στο 43-1 φτάνει ακόμα ο Περικλής, για να ερεθίσει τη φτιαχτή φιλοπατρία των αθηναίων ,να χρησιμοποιήσει και το ερωτικό αίσθημά τους. Τους υποδείχνει ν' αγαπήσουν την πατρίδα σαν ερωμένη.(το Άσμα Ασμάτων, οι ύμνοι για την Παναγία και ο Νυμφίος που έρχεται εν τω μέσω της νυκτός μάς έρχονται στο νου μέσα από τα πονηρά επιχειρήματα του Περικλή στην προσπάθειά του να κρατήσει τα κεκτημένα).
Στο 44-1 μαθαίνουμε πως ευτυχία είναι να πεθαίνει ο αγαπημένος των αθηναϊκών σπιτιών για την πατρίδα κι εκείνοι να τον θρηνούν!..Πόσο ο Περικλής αλήθεια δε διστάζει να πατάει επί πτωμάτων για να διατηρήσει αλλά και να αυξήσει τον πλούτο και τον δικό του και της κλίκας που τον στήριζε…
Πιο πάνω, στο 43-1,ο Περικλής ταυτίζει την ελευθερία με την ευτυχία (μόνο που, η λογική που διδάσκονται παιδάκια μτου δημοτικού, λέει ότι ο πεινασμένος δεν είναι ελεύθερος, οι αθηναίοι πεινούσαν, άρα οι αθηναίοι δεν ήσαν ελεύθεροι-και άρα ευτυχισμένοι).
Εδώ μας λέει και ότι ευτυχία είναι να θρηνείς πάνω από τον τάφο του δικού σου ανθρώπου που έπεσε για την πατρίδα. Τέτοια λατρεία του πολέμου δεν έχει ξαναφανεί. Συμπληρώνει, ευτυχώς, πως του είναι δύσκολο να τους κάνει να το πιστέψουν αυτό. Μπράβο του!
Στο 44-3 έρχεται η προτροπή-εντολή για την μεγάλη ανάγκη: την τεκνοποίηση από όλους-και από αυτούς που έχασαν τα παιδιά τους σ' αυτό τον πόλεμο-για να πεθάνουν και τα παιδιά αυτά σε κάποιον άλλο πόλεμο. Τι κτήνος πρέπει να κλείνει μέσα του ο Περικλής ώστε πριν θαφτούν τα παιδιά τους εκείνα, αυτός να τους ζητάει κι άλλα! Και δεν πρόκειται μόνο για απαίτηση. Τους προειδοποιεί και τους απειλεί μαζί, υπενθυμίζοντάς τους ότι όποιος δεν έχει παιδιά, δε θα έχει λόγο στα κοινά…
Απευθύνεται όμως και στα γερατειά ο αρχηγός της αθηναϊκής ηγεμονίας. Και τι τους λέει; «Ζήστε όσο ζήστε τρώγοντας τιμή. Γιατί λεφτά μην περιμένετε αφού πια δεν μπορείτε να δουλέψετε ή να πολεμήσετε. Γιατί, να ξέρετε, "χαρά δεν είναι να κερδίζει κανείς χρήματα, είναι να τον τιμούν"!...»
Η ελληνική γλώσσα, με τη συνέχειά της μας δίνει καμιά φορά χεροπιαστή την ποταπότητα της σκέψης και της συμπεριφοράς των αρχηγών κρατών, που χρησιμοποιούν τις ίδιες ακριβώς λέξεις για να παραπλανήσουν και να ληστέψουν τους λαούς που κάθε φορά τους ακούνε-κάτι έχουν να πουν γι αυτό τα «τιμημένα γερατειά της πατρίδας μας»…
Να λοιπόν! κι άλλη χαρά μοίρασε ο Περικλής σε μια μερίδα των αθηναίων, όπως οι σύγχρονοι έλληνες πρωθυπουργοί μοιράζουν «ελευθερίες» πολλών ειδών στο λαό. Τα λεφτά, που δε φέρνουν χαρά ούτε τιμή, τα φυλάνε για τον εαυτό τους και την κλίκα τους και οι Περικλήδες και οι Καραμανλήδες και οι Παπαντρέηδες. Τα υπόλοιπα όλα, δεν έχουν λόγο να μη τα μοιράζουν αφειδώς...
Στο 45 πιάνει τώρα και τα παιδιά και τους αδερφούς όσων κείνται νεκροί μπροστά στα μάτια όλων εκεί. Τους θυμίζει-μη τύχει και κανένας το ξεχάσει-πως κι εκείνοι, όταν έρθει ή ώρα, πρέπει κι αυτοί να πεθάνουν-είχε δα πολύν καιρό ακόμα ο πόλεμος εκείνος για να τελειώσει..
Και τελειώνει ο δημοκράτης Περικλής με τις γυναίκες που έμειναν δίχως άντρα, λέγοντάς τους αυτό που ήδη ξέρουν, ότι δηλαδή πρέπει να είναι φρόνιμες γιατί έτσι θα έχουν δόξα.
Δόξα σε όλο το συγγενολόϊ. Να ένα μεγάλο καλό του πολέμου-μοιράζει τόσο απλόχερα τη δόξα...
Η τελευταία φράση του λόγου- "Τώρα, αφού αποκλάψει καθένας τον δικό του, πηγαίνετε στα σπίτια σας"- εμένα στ' αυτιά μου ακούγεται σαν ανακούφιση που τελείωσε ο λόγος: "Ουφ! Τελείωσε και η δική μου υποχρέωση. Άντε τώρα, κλάψτε τους κι εσείς όπως είναι κι η δική σας υποχρέωση και πηγαίνετε να συνεχίσετε τη ζωή σας φροντίζοντας εκείνα που σας είπα".
Βέβαια ο λόγος αυτός ποτέ δεν εκφωνήθηκε. Και δεν τον έγραψε ο Περικλής αλλά ο Θουκυδίδης. Και ο Θουκυδίδης ήθελε να δώσει το παράδειγμα ενός τέλειου κράτους -πόλης με το λόγο του αυτόν. Είπε δηλαδή ένα παραμύθι. Μ' αυτό συμφωνούμε, ένα παραμύθι πιο πάνω είτε πιο κάτω δεν βλάφτει. Βλάφτει όμως και πολύ μάλιστα, να παίρνουν στα σοβαρά μερικοί αδαείς ή καιροσκόποι το "μεγαλείο" της Αθήνας, και, ακόμα χειρότερο, να το προβάλουν για παράδειγμα προς μίμηση μιας θήθεν δημοκρατικής, ελεύθερης, δίκαιης πολιτείας.-